Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβατήρας ο [anavatíras] Ο2 : 1.ανελκυστήρας, κυρίως για φορτία. 2. σκαλοπάτι με το οποίο ανέβαιναν σε άμαξα. 3. αναβολέας1.
[λόγ. αναβατ(ήρ) -ήρας < ελνστ. ἀναβατήρ(ιον) (στη σημ. 2) που θεωρήθηκε υποκορ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβατήρας [anavatíras] ο, (& rare L αναβατήρ) (L)
- ① elevator, lift (syn ανελκυστήρας, ανυψωτήρας, ασανσέρ):
- ~ του ξενοδοχείου |
- χιονοδρομικός ~ ski lift |
- ~ εμπορευμάτων freight elevator, goods lift |
- να γίνη προσιτός με αναβατήρα ο Λυκαβηττός είναι και η δική μας θέση (Palaiologos)
- ⓐ navy crane of the forge (coppersmith's workshop)
- ② running board (of vehicle) (syn ανάβαθρο 1c)
- ③ stirrup (syn σκάλα):
- πατάει τον αναβατήρα, κατεβαίνει απ' τ' άλογο (Myriv) |
- με τα γερτά τακούνια ο καβαλάρης δεν μπλέκει τα πόδια του στον αναβατήρα (Venezis)
[fr kath αναβατήρ, der of αναβαίνω; cf βατήρ (: βαίνω), εμβατήρ, υποβατήρ]
- ① elevator, lift (syn ανελκυστήρας, ανυψωτήρας, ασανσέρ):