Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβαπτισμός ο [anavaptizmós] Ο17 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναβαπτίζω· αναβάπτισμα. 2. (εκκλ.) η επανάληψη του βαπτίσματος που γινόταν σε περιπτώσεις που το πρώτο βάπτισμα θεωρούνταν άκυρο ή ανυπόστατο.
[λόγ. < ελνστ. ἀναβαπτισμός `νέο βάφτισμα΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβαπτισμός [anavaptizmós] ο, (L)
- ① rebaptizing of heretics returning to orthodoxy or second baptizing of those turning to the sect of the Anabaptists (16th c.)
- ② fig mental and spiritual renewal, regeneration (syn ανακαίνιση, ανανέωση):
- ο αυτοεξορισμένος ηγέτης (Bενιζέλος) ευρήκε στην Aλεξάνδρεια νέες πηγές αναβαπτισμού του θολωμένου νου και της πικραμένης του ψυχής (Roussos)
[fr PatrG ἀναβαπτισμός, der of ἀναβαπτίζω]