Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβαπτίζω [anavaptízo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.) : ανανεώνομαι πνευματικά και ηθικά: Ήρθαν για να αναβαπτιστούν στα νάματα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Οι πολιτικοί πρέπει να αναβαπτίζονται στις νέες πολιτικές αντιλήψεις.
[λόγ. < ελνστ. ἀναβαπτίζω `ξαναβαφτίζω΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβαπτίζω [anavaptízo] (& rare αναβαφτίζω) aor αναβαπτίσω, mediop αναβαπτίζομαι, prpp αναβαπτιζόμενος, aor αναβαπτίσθηκα, αναβαπτίστηκα & αναβαφτίστηκα, subj αναβαφτιστώ, ppp αναβαπτισμένος (L)
- ① baptize anew, rebaptize (syn ξαναβαφτίζω):
- οι ορθόδοξοι δεν αναβαπτίζονται
- ② fig reimmerse, reinitiate, renew contact w. ideas, ideals etc (syn L ανακαινίζω, ανανεώνω):
- χρίστηκε "εταίρος", γνώρισε από κοντά όλους τους μεγάλους της Στοάς, αναβαφτίστηκε (PIoannidis) |
- αγωνίζεται να τους αναβαπτίση όλους στα πανανθρώπινα ιδεώδη της εποχής του (Vranousis) |
- αναβαπτίστηκαν μέσα στην συναισθηματική κολυμβήθρα ενός νέου κόσμου ιδεών, του μουσουλμανικού (Vacalop) |
- θ' αναβαπτισθή η ψυχή σου στην ιερή κολυμβήθρα της παραδόσεως και των θρύλων (MMountes) |
- οι λαοί που διαπλάσθηκαν από το αρχαίο ελληνικό και το χριστιανικό πνεύμα έχουν χρέος να αναβαπτισθούν σ' αυτές τις πηγές (Tsatsos) |
- ένας άλλος ποιητής ακόμα αναβαπτίζει τον εαυτό του μέσα στο νέο νόημα (Spandonidis) |
- η ελληνική φιλοσοφία, στειρεμένη, γλήγορα ξαναπηγαίνει να αναβαπτισθή στο ζωογόνο πνεύμα της (Dimaras)
[fr K, PatrG ἀναβαπτίζω]
- ① baptize anew, rebaptize (syn ξαναβαφτίζω):