Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβαθμίζω [anavaθmízo] -ομαι Ρ2.1 : α.καθιστώ κτ. καλύτερο, ανεβάζω το ποιοτικό του επίπεδο δημιουργώντας τις κατάλληλες προϋποθέσεις: ~ μια περιοχή. β. τοποθετώ κπ. σε ιεραρχικά ανώτερη θέση από αυτή που κατείχε μέχρι τώρα: Ο υπουργός αναβαθμίστηκε στη νέα κυβέρνηση.
[λόγ. ανα- βαθμ(ίδ- δες βαθμίδα) -ίζω μτφρδ. αγγλ. upgrade]