Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναβίβαση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναβίβαση [anavívasi] η, gen αναβίβασης & αναβιβάσεως, pl αναβιβάσεις (L)
  • ① theat putting on the stage, staging, production (of a play) (syn ανέβασμα):
    • ~ ενός τετράπρακτου μελοδράματος |
    • ~ αρχαίου δράματος, e.g. αναβιβάσεις σωζομένων αρχαίων δραμάτων σε αρχαία θέατρα επιχειρούνται κάθε χρόνο (Giatras) |
    • μονοφωνική μουσική χρησιμοποιείται στις αναβιώσεις, δηλαδή στις αναβιβάσεις (id.) |
    • κρίνω ένα νεοελληνικό έργο που τιμάται με την αναβίβασή του από έναν αξιολογότατον ελληνικό θίασο (Kathimerini)
  • ② gramm shift (of accent) to preceding syllable:
    • ~ του τόνου

[der of αναβιβάζω; cf ByzG εμβίβασις, καταβίβασις (Etym. m.) etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες