Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβάπτισμα το [anaváptizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναβαπτίζω· η ηθική και πνευματική ανανέωση.
[λόγ. < ελνστ. ἀναβάπτισμα `νέο βάφτισμα΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβάπτισμα [anaváptizma] το, (& αναβάφτισμα) (L)
- ① rebaptizing (syn in αναβάπτιση 1)
- ② fig refreshening, reinitiation, renewal, renovation (syn ανακαίνιση, ανανέωση):
- το ~ της κοινωνίας |
- το ~ των πολιτικών ανδρών στις νέες κοινωνικές αντιλήψεις και διαφοροποιήσεις |
- αν δεν είναι καθαρή η συνείδηση του προσκυνητού (στην εκκλησούλα), υφίσταται ευεργετικό ~ καθάρσεως στο κατώφλι του ναού (Chairop) |
- ο πόθος του Hoelderlin της φυγής προς τις εστίες του διάπυρου πυρός ... δεν αποτελούσε τίποτε άλλο από την ανάγκη ενός αναβαφτίσματος (Papatsonis)
[fr PatrG ἀναβάπτισμα]