Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναβάπτιση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναβάπτιση η [anaváptisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναβαπτίζω· αναβάπτισμα.

[λόγ. < ελνστ. ἀναβάπτι(σις) -ση `νέο βάφτισμα΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναβάπτιση [anaváptisi] η, gen αναβάπτισης & αναβαπτίσεως (L)
  • ① rebaptizing (syn αναβάπτισμα 1, ξαναβάφτισμα)
  • ② fig reimmersion, renewal:
    • η διαμονή στην Πάρμα αποτελεί ~ στον ανθρωπισμό |
    • ~ στην κολυμπήθρα του Eικοσιένα (1821) |
    • ο απελευθερωτικός αγώνας είναι μια ~ (AVlachos) |
    • για μας, που έχομε φύγει τόσο μακριά, η ~ μέσα στην πρωτόγονη αγροτική ζωή δίνει πραγματικά την εντύπωση όασης (Thrylos) |
    • τα διεθνή συνέδρια για κάθε καλλιεργημένο άνθρωπο αποτελούν πηγή αναβαπτίσεως στα νέα ρεύματα (AAngelop) |
    • ~ των γνωστών στους σύγχρονους του Kλεάνθη λέξεων στο νέο στωικό μήνυμα (Dragona-M)

[fr PatrG ἀναβάπτισις 'rebaptizing']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες