Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβάθρα η [anaváθra] Ο25 : 1.(ναυτ.) ανεμόσκαλα του πλοίου από σκοινί ή ξύλο. || σανίδα για την επιβίβαση στο πλοίο. 2. (αρχιτ.) χτιστό κεκλιμένο επίπεδο στην ανατολική πλευρά των αρχαίων ελληνικών ναών που διευκόλυνε την άνοδο.
[λόγ. < ελνστ. ἀναβάθρα (στη σημ. 2)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναβάθρα η.
-
- Σκάλα:
- (Παράφρ. Χων. 446).
[μτγν. ουσ. αναβάθρα. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Σκάλα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβάθρα [anaváθra] η, (L)
- ① naut ladder (wooden or rope), gangway, rigging ladder, Jacob's ladder (syn ανεμόσκαλα):
- poem κάμε, ναι, τ' αγνά μου κάλλη | ~ μέσ' το νου (Markoras)
- ② anc archit ramp in front of the middle οf the E side of the temple to render ascent to the stylobate easier, raised step
[fr K ἀναβάθρα (LXX, Strabo), der of ἀναβαίνω]
- ① naut ladder (wooden or rope), gangway, rigging ladder, Jacob's ladder (syn ανεμόσκαλα):