Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναίσχυντος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αναίσχυντος, επίθ.· αναίσκυντος· αναισκυντός· ανάσκυντος.
  • Aνάξιος ηθικά, άμυαλος, επιπόλαιος:
    • λαός ανάσκυντος και όχι φρόνιμος (Πεντ. Δευτ. XXXII 6
    • έθνο αναίσκυντο (αυτ. Δευτ. XXXII 21).

[αρχ. επίθ. αναίσχυντος. Oι τ. αναίσκ‑ και ανάσκυντος και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναίσχυντος -η -ο [anésxindos] Ε5 : α.για κπ. που δεν αισθάνεται ντρο πή για τις αισχρές πράξεις του: Είναι ένας ~ συκοφάντης. β. για εκδήλωση που ταιριάζει σε αναίσχυντο άνθρωπο: Aναίσχυντη συμπεριφορά. Aναίσχυντα ψεύδη, ασύστολα. αναίσχυντα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀναίσχυντος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναίσχυντος, -η, -ο [anés indos] (L)
  • ① impudent, shameless, impertinent (syn αδιάντροπος, ξεδιάντροπος, αναιδής, ant ντροπαλός):
    • νέοι αναίσχυντοι, γέροντες αναίσχυντοι |
    • ~ εορτασμός |
    • αναίσχυντη συμπεριφορά
  • ② barefaced (syn θρασύς,:
    • η αναίσχυντη αξίωση των κατακτητών
  • ③ immoral, unseemly, indecent (syn ανήθικος, πρόστυχος):
    • αναίσχυντο θέαμα |
    • η αναίσχυντη Aφροδίτη |
    • γυναίκες με το προκλητικό, αναίσχυντο μάτι .. (Kazantz) |
    • poem κρεβάτια που αναίσχυντα τ' αποκαλεί η τρεχάμενη ηθική (Kavafis)

[fr MG ← K (pap) ← AG ἀναίσχυντος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες