Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναίσθητος, επίθ.· αναίστητος.
-
- 1)
- α) Που έχει χάσει τις αισθήσεις του παροδικά (από συναισθηματική αντίδραση), λιπόθυμος:
- αυτίκα ολιγοθύμησεν, … και εκείτεντον αναίσθητος επί πολλάς ημέρας (Aχιλλ. N 898)·
- β) εξουθενωμένος, απονεκρωμένος (συναισθηματικά):
- παντελώς αναίστητον το πάθος σου ποιεί με (Aχιλλ. N 1666)·
- γ) που έχει χάσει τις αισθήσεις και τη συνείδηση:
- νεκρός τε και αναίστητος (Iμπ. 405).
- α) Που έχει χάσει τις αισθήσεις του παροδικά (από συναισθηματική αντίδραση), λιπόθυμος:
- 2)
- α) (Προκ. για άψυχα) που είναι δίχως ζωή, δίχως αισθήσεις, άψυχος:
- ψυχρόν τε και αναίσθητον, κρυσταλλωμένον ύδωρ (Kομν., Διδασκ. Δ 34)·
- μηχανικά και αναίσθητα πουλία (Διγ. Z 104)·
- β) (προκ. για τα ζώα και τα φυτά) που δεν έχει συνείδηση, λογικό, σκέψη:
- (Πένθ. θαν. 472), (Aχιλλ. O 448).
- α) (Προκ. για άψυχα) που είναι δίχως ζωή, δίχως αισθήσεις, άψυχος:
- 3) Aσυγκίνητος (ηθικά), ανάλγητος, σκληρός:
- είσαι αναιστητότερος και παρά το λιθάριν (Λίβ. Esc. 3593).
- 4)
- α) Που βρίσκεται σε σύγχυση, που σαστίζει:
- τον νουν να χάσει παρευθύς, αναίστητος να γένει (Aργυρ., Bάρν. Κ 243)·
- β) που έχει χάσει το λογικό του, τρελός (από έρωτα):
- (Kαλλίμ. 1058).
- α) Που βρίσκεται σε σύγχυση, που σαστίζει:
[αρχ. επίθ. αναίσθητος. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναίσθητος -η -ο [anésθitos] Ε5 : 1.που έχει χάσει τις αισθήσεις του: Xτύπησε στο κεφάλι και έμεινε ~ για πολλή ώρα. Ο τραυματίας μεταφέρθηκε ~ στο νοσοκομείο. || για μέρος του σώματος που έχει χάσει την αισθητικότητά του: Tο χέρι μου είναι σχεδόν αναίσθητο. 2. (μτφ.) για άνθρωπο συναισθηματικά εντελώς αδιάφορο, ψυχρό. ANT ευαίσθητος3: Είναι ~ στον πόνο του συνανθρώπου του, σκληρός, ανάλγητος. ~ είσαι και δεν ντρέπεσαι που σε κατηγορούν όλοι; || Είναι ~ στην ομορφιά της φύσης, δε νιώθει την ομορφιά της.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀναίσθητος· 2: σημδ. γαλλ. insensible]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναίσθητος, -η, -ο [anésθitos]
- ① insensitive, insensible (syn αδιάφορος):
- ~ στους σωματικούς πόνους, στους κινδύνους |
- καλλιτεχνικά, πολιτικά ~ |
- αναίσθητη ψυχή |
- είναι ~ στη φωνή του χρέους και της ευθύνης (Papanoutsos)
- ② unconscious (syn λιπόθυμος):
- έπεσε ~ |
- τον βρίσκουν αναίσθητο χάμω |
- τη σήκωσαν στα χέρια αναίσθητη |
- ~ από το μεθύσι dead-drunk |
- σε μια κουβέρτα τον έχουν αναίσθητο με διαμπερές στην κοιλιά (ChZalokostas)
- ⓐ expressionless, tongue-tied (syn ανέκφραστος, άφωνος):
- τον τηρούσαν μοναχά ξαφνιασμένοι κι αναίσθητοι (Krystalis)
- ③ numb (near-syn μουδιασμένος):
- αναίσθητο σώμα |
- το πόδι μου είναι αναίσθητο, τα δάκτυλά μου αναίσθητα
- ⓑ insentient, not alive, dead (syn νεκρωμένος):
- η ύλη είναι αναίσθητη, δεν πονεί, δε φοβάται (Skarimbas) |
- poem όταν πεθάνω, θα γίνω μια αναίσθητη μάζα (Vrettakos)
- ④ fig indifferent, unconcerned, apathetic (syn ασυγκίνητος, απαθής):
- μένει ~ μπροστά σε τόση δυστυχία |
- άκουγαν αναίσθητοι τις παρακλήσεις μου |
- στέκει σαν ~στο πένθος |
- αναίσθητοι αγαλλιούν |
- ο θεωρητικός λόγος είναι ~, αμερόληπτος |
- αδιάφορος στο καλό και στο κακό (Tatakis) |
- αναίσθητη καρδιά unpitying heart
[fr K (NT) ← AG ἀναίσθητος]
- ① insensitive, insensible (syn αδιάφορος):