Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναίμακτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναίμακτος -η -ο [anémaktos] Ε5 : που δεν προκαλεί αιματοχυσία. ANT αιματηρός: H επανάσταση / η συμπλοκή / η επέμβαση της αστυνομίας ήταν αναίμακτη. H έξοδος των κατοίκων στην ύπαιθρο δεν ήταν αναίμακτη, προκλήθηκαν πολλά τροχαία δυστυχήματα. || Aναίμακτη εγχείρηση, κατά την οποία δεν προκαλείται απώλεια αίματος, αιμορραγία. || (εκκλ.) αναίμακτη θυσία, το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. αναίμακτα ΕΠIΡΡ: H συμπλοκή έληξε ~.

[λόγ. < αρχ. ἀναίμακτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναίμακτος, -η, -ο [anémaktos] (& αναίμαχτος) (L)
  • without bloodshed, bloodless (ant αιματηρός):
    • αναίμακτη εγχείρισι bloodless operation |
    • αναίμακτη (& αναίμαχτη) θυσία Eucharist |
    • το αναίμακτο Δείπνο του Kυρίου |
    • poem .. τη νεκρή την ομορφιά σου | προσφέρνεις σε μια αναίμαχτη θυσία (Karyotakis) |
    • ~ αγώνας bloodless contest |
    • αναίμακτη αντίσταση, αναίμακτη συμπλοκή |
    • αναίμακτη και με ευτυχές τέλος η τραγωδία (Palaiologos) |
    • αναίμαχτη καθαίρεση του Όθωνα στις 10 Oκτ. 1862 |
    • αναίμακτη ανατροπή, επανάσταση, ~ πόλεμος |
    • αναίμακτη απελευθέρωση |
    • αναίμακτη νίκη, αναίμακτη μονομαχία |
    • η αναίμακτη εξυπηρέτηση των φυγάδων (Theotokas) |
    • ξεσηκώθηκαν οι νέοι, επαναστάτησαν, με αναίμακτο ενθουσιασμό κυρίεψαν τους στρατώνες (Charis)

[fr ByzG, PatrG ἀναίμακτος ← K, AG ἀναίμακτος, cpd w. αἱμακτός (: αἱμάσσω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες