Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναίμακτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναίμακτα [anémakta] adv (& rare
  • Tsirkas αναίμαχτα) w. no blood shed, without bloodshed, bloodlessly (syn χωρίς αιματοχυσία):
    • η ληστεία του τραίνου έγινε ~, δε χύθηκε αίμα |
    • η εξουσία είχε καταληφθεί ~ (Roufos) |
    • μια ριζική μεταπολίτευση προς καθεστώς δημοκρατικότερο σημειώθηκε ~, υπαγορευμένη από το νου του Σαβοναρόλα (Kanellop) |
    • καταλύει ~ σχεδόν τη χιλιόχρονη αυτοκρατορία των πατρικίων της Bενετίας (Mάιος 1797) (Vranousis) |
    • poem αυτά τα χέρια που σε λόγχισαν ~ θ' ανοίξουμε (PGranitas)

[der of αναίμακτο; cf kath αναιμάκτως, early ByzG αναιμακτί (Themistius soph. & Eusebius [4th c.], Hesych.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες