Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναίδεια η [anéδia] Ο27 : η ιδιότητα του αναιδούς, συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ντροπής, σεμνότητας και σεβασμού στις κοινωνικές αξίες: H αναίδειά σου ξεπερνάει κάθε όριο. Tον κοίταξε / του απάντησε με ~. Είχε την ~ να μου πει ότι αδιαφορεί για τη γνώμη μου.
[λόγ. < αρχ. ἀναίδεια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναίδεια [ané∂ia] η, (L)
- ① insolent conduct, insolence, impudence, effrontery, brazenness (syn αδιαντροπιά, αναισχυντία, θράσος, θρασύτητα, ξετσιπωσιά, ant αιδώς, σεμνότητα):
- με κοίταζε με ~ |
- μίλησε με μεγάλη ~ (syn αναιδέστατα) |
- γελάει με ~ (syn αναιδώς) |
- είχε την ~ να μου το πει he had the nerve (or the gall) to tell me so |
- τι θράσος, τι ~! |
- what impudence! (syn τι ξετσιπωσιά!) |
- ~ που την έχει! |
- άφησε ατιμώρητη την ~ του μούτσου (Karagatsis) |
- είχε την ~ να νομίζει όλο τον κόσμο λωποδύτες (Melas) |
- έφτασε στο ζενίθ της αναίδειας |
- αποκρίθηκε με θάρρος πεισματικό που έφτανε ως την ~ (Xenop) |
- κατηγορεί τους νέους για ελαφρότητα, φυγοπονία και ~ (Papanoutsos) |
- η αιδώς της γυναίκας έλκει τον άντρα πολύ περισσότερο παρά η ~ και η επιπολαιότητα (Katsigra)
- ② impertinence, impertinent act (syn απρέπεια):
- διέπραξε την ~ να με διαψεύσει
[fr AG ἀναίδεια]
- ① insolent conduct, insolence, impudence, effrontery, brazenness (syn αδιαντροπιά, αναισχυντία, θράσος, θρασύτητα, ξετσιπωσιά, ant αιδώς, σεμνότητα):