Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανίχνευση η [aníxnefsi] Ο33 : η ενέργεια του ανιχνεύω. α. η συστηματική αναζήτηση πράγματος ή ιχνών και στοιχείων που πιστοποιούν την ύπαρξή του: H ~ τοξικών ουσιών στον οργανισμό. || διερεύνηση: H ~ των προθέσεων κάποιου. β. η λεπτομερής διερεύνηση ενός χώρου: H ~ του εδάφους / μιας περιοχής. || (μτφ.): H ~ της σκέψης / της ψυχής κάποιου.
[λόγ. < μσν. ανίχνευσις `έρευνα΄ < ανιχνεύ(ω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανίχνευση [aníxnefsi] η, gen ανιχνεύσεως, pl ανιχνεύσεις (L)
- ① tracking, scouting, reconnaissance (near-syn αναγνώριση):
- όργανα ανιχνεύσεως |
- ~ |
- ~ ναρκών με εντοπιστή mine probing |
- μην κοιτάς τη στολή μου, με ντύσαν επίτηδες για ~ (Giakos) |
- στέλνουν για ~ μερικούς άνδρες καλά εφοδιασμένους (Vacalop) |
- κατά τον Hρόδοτο ο Πάμμων βοήθησε τα πλοία του Ξέρξη που είχαν σταλεί για ~ να βρουν το σωστό δρόμο τους (Varelas)
- ⓐ η ανθρωπολογική ~ του ελλαδικού χώρου θα συνεχισθεί (Poulianos)
- ② searching, attentive research, close examination, inquiry, investigation (syn διερεύνηση):
- τοξικολογική ~ |
- η ορθή ~ του χώρου, στον οποίο πρέπει να ενταχθεί το κάθε τεκμήριο (Dimaras) |
- μια συνεχής ~ των παρορμήσεων του ποιητή (Chourmouzios) |
- εσωτερική ~, λεπτομερειακές ανιχνεύσεις |
- ιστορικές ανιχνεύσεις |
- η κριτική ~ |
- η ~ της αλήθειας, του "είναι", ενός νου, των ιστορικών γεγονότων |
- λογική ~ |
- η ~ του γνησίου |
- η ~ των γυναικείων ψυχών |
- η ~ της μοίρας του ανθρώπου |
- οι ανιχνεύσεις του παρελθόντος |
- η ψυχογραφία παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην ~ |
- στον Προυστ διόλου δεν είναι αντικείμενο της ανίχνευσης η ίδια η ανησυχία (Tsatsos) |
- μια διατύπωση των πνευματικών ανιχνεύσεων του Σεφέρη στην περίπτωση του Kαβάφη με στόχο την παρακολούθηση της πορείας του (Karantonis) |
- ~ |
- το έργο αυτό είναι προπάντων δυνατή ~ προς τους ορίζοντες ενός πραγματικού νέου θεάτρου (Melas) |
- ~ των δεσμών του τεχνίτη και του έργου του με την κοινωνία του καιρού του (Chourmouzios)
- ③ finding out, discovery, detection:
- συσκευή ανιχνεύσεως υποβρυχίων submarine detecting device |
- η ~ |
- η ~ τυχόν κυτταρικών μεταβολών |
- ~ του καρκίνου |
- έγκαιρη ~ μεταστάσεων του καρκίνου στα νεφρά |
- η ~ των ελαττωμάτων τα οποία παρουσιάζει το ποίημα του Bαλαωρίτη προϋποθέτει προηγμένη αισθητική καλλιέργεια (Dimaras)
- ⓑ tracing (back), elucidation:
- η ~
[fr MG ανίχνευσις (Eustathius), der of MG ανιχνεύω ← K, AG]
- ① tracking, scouting, reconnaissance (near-syn αναγνώριση):