Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανίκητος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανίκητος -η -ο [aníkitos] Ε5 : που δεν τον νίκησαν ή που δεν μπορούν να τον νικήσουν· αήττητος. ANT νικημένος, ηττημένος: Ο ρωμαϊκός στρατός παρέμεινε ~ για μια μεγάλη περίοδο. H εθνική ομάδα πάλης τερμάτισε ανίκητη στους διεθνείς αγώνες.

[αρχ. ἀνίκητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανίκητος1 [anícitos] ο,
  • the undefeated one, the unconquered or unconquerable one (syn ο αήττητος):
    • με τη βεβαιότητα του ισχυρού και ανίκητου, ο Mουσολίνι αποφασίζει τον πόλεμο κατά της Eλλάδος (Tsirpanlis) |
    • poem Συ τους ανίκητους νικάς, τους Γίγαντες συντρίβεις (Palam)

[substantiv. m of ανίκητος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανίκητος2, -η, -ο [anícitos]
  • ① undefeated, invincible, unbeatable (syn αήττητος, ακατάβλητος, ant ηττημένος, νικημένος):
    • άντρας ~ |
    • ~ |
    • ~ πυγμάχος |
    • εχθρός άπιαστος κι ~ (AVlachos) |
    • ο ~ Nικηταράς ενίκησε |
    • ο δυνατός και ~ ήρωας |
    • ένας ~ στρατός |
    • ανίκητες δυνάμεις |
    • ανίκητα ασκέρια |
    • η ανίκητη αρμάδα συντρίφτηκε (Kazantz) |
    • poem Eσύ 'σαι αλάθευτη θεά κι ανίκητη παρθένα (Palam) |
    • με τους υγιούς του Δία του ανίκητου ποιος σου 'πε να τα βάζεις; (Homer Il 21.185 Kaz-Kakr) |
    • θα νικηθεί ο ~
  • ⓐ of power, weapons etc:
    • η δύναμή του ήταν ανίκητη |
    • πήρε την όμορφη κόρη και το ανίκητο όπλο στα χέρια του (FKakridis, adapted) |
    • ο κόσμος, νικημένος από τ' ανίκητα όπλα του, έσκυβε και ταπεινά τον προσκυνούσε (Karagatsis) |
    • folkt το σπαθί το ανίκητο που άμα το τραβήξεις, νικάς (Megas) |
    • στήνει στην αγορά το ανίκητο κοντάρι του (Kakridis) |
    • τ' άρματά του να είναι ανίκητα (Papantoniou)
  • ⓑ phr τ' ανίκητα χέρια:
    • poem μην έρθω αυτού και ρίξω απάνω σου τ' ανίκητά μου χέρια (Homer Il 1.566 Kaz-Kakr)
  • ② very strong, powerful (syn ακατάβλητος):
    • ανίκητη επιμονή, ανίκητη περιέργεια |
    • ανίκητη ευγλωττία |
    • νικήθηκε από την ανίκητη αυτή γοητεία |
    • ο ~ διαρκής ερωτικός πόθος |
    • η ανίκητη ζωή των "δυνατών" (= των πεθαμένων) (Melas) |
    • ζουν με την ανίκητη δύναμη της φαντασίας το θάνατο (Panagiotop) |
    • αυτή είναι η αγαπητή μας κυρία, η γραφειοκρατία, η δυνατή, η ανίκητη (Stasinop) |
    • η φοβερή ιδέα που σχημάτιζα περί του ανίκητου θανάτου αύξαινε τον πόνο (Kondylakis) |
    • poem Σκιάζεσαι ίσως μη χουμήσουν | ξάφνου οι Tούρκοι το πρωί | και στράτευμα νικήσουν | που έχει ανίκητην ορμή; (Solom) |
    • και δυο ζουμπούλι' αγαπητά | και δυο ανίκητα ματάκια (Palam)
  • ③ insuperable, unsurmountable:
    • ανίκητο εμπόδιο |
    • ξέρει τις δυσκολίες τις ανίκητες ακόμη της έγχρωμης φωτογραφικής απεικόνισης (Karouzou) |
    • Έχουμε ανίκητες επιθυμίες θανάτου, φαγητού, γλεντιού ή ζωής (Kovatzis) |
    • η πραμάτεια τραβά τις γυναίκες του Άργους με την ανίκητη δύναμη του στολιδιού (Zalokostas) |
    • αυτόματα έρχεται η ανίκητη αίσθηση ότι πρέπει κάτι να κάνω πάντα (Idas) |
    • poem και κυπαρίσσια αραδαριά | ανίκητα ψηλώνουν (Drosinis) |
    • πίστης εσείς και αγάπης λόγια ανίκητα | της άπιστης καρδιάς μου της μιλάτε (Palamas)
  • ⓒ fig (of fate and passions):
    • τον αγώνα της ζωής δεν τον φοβήθηκε (το άλογο)· τη Mοίρα την ανίκητη να τη νικήσει δε στοχάστηκε τρελά (Palam) |
    • poem Όταν στης νυχτός τα βάθη | τα πάντα όλα σιωπούν | και εις τον άνθρωπο τα πάθη, που 'ναι ανίκητα, αγρυπνούν (Solom)

[fr K ἀνίκητος ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες