Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανίκανος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανίκανος -η -ο [aníkanos] Ε5 : 1.που δε διαθέτει ικανότητα ή ικανότητες για κτ. ANT ικανός: Είναι ~ να τελειώσει μια δουλειά. Aποδείχτηκε ~ για τα καθήκοντα που ανέλαβε. Είναι ανίκανοι να καταλάβουν την εξέλιξη των πραγμάτων. 2. που εξαιτίας σωματικής ή πνευματικής αδυναμίας είναι ακατάλληλος για μια υπηρεσία ή εργασία (για το στρατό, για την εκπαίδευση κ.ά.): Kρίθηκε ~ για στράτευση. 3. (ιατρ., για άντρα) που δεν μπορεί να έρθει σε σεξουαλική επαφή εξαιτίας σωματικής ατέλειας ή ψυχολογικών προβλημάτων. 4. (νομ.) (για ανήλικο, καταδικασμένο κτλ.) που σύμφωνα με το νόμο δεν έχει ορισμένα δικαιώματα: ~ για δικαιοπραξία.

[1, 2: ελνστ. ἀνίκανος· 3: λόγ. σημδ. γαλλ. impuissant· 4: λόγ. σημδ. γαλλ. incapable]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανίκανος1 [aníkanos] ο, (L)
  • ① disabled person, soldier or sailor
  • ② unfit, incapable or ineffectual person (syn in ανάξιος1):
    • οι ανίκανοι the inefficients |
    • ένας ~ οδηγούμενος από άλλον εξίσου ανίκανο |
    • η εξουσία έπεσε στα χέρια των επιτήδειων και των ανίκανων |
    • η οργάνωση επιτρέπει στους ικανούς να γίνονται περισσότερο χρήσιμοι στην κοινωνία και περιορίζει το κακό που κάνουν οι ανίκανοι (PSolomos) |
    • προς τι να θερμάνουμε τις σβησμένες περιπτύξεις του γέρου ή να γαλβανίσουμε τους ανίκανους από καταχρήσεις; (Katsigra) |
    • poem ξετίναξε τους θρόνους των ανίκανων | και κάρφωσε τα διάσημα του βασιλιά (N-ADaifa)

[substantiv. m of ανίκανος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανίκανος2, -η, -ο [aníkanos] (L)
  • ① incapable, incompetent, unfit (syn ακατάλληλος, ant ικανός, κατάλληλος):
    • ~ |
    • δεν έγινε ~ |
    • αξιωματικός, γιατρός, δάσκαλος, εργάτης ~ |
    • ένα σώμα ανίκανο να βαδίσει |
    • πλάσμα ανίκανο να δράσει |
    • έργα ανίκανα να ζήσουν, στείρα τέρατα (Papanoutsos) |
    • άνθρωπος ~ |
    • είναι ακαδημαϊκώς ~ he is academically (i.e., for higher education) unfit |
    • ~ να κυβερνά το κόμμα (Palam) |
    • όσο άκουγε το φίλο του να του ξετυλίγει τα μεγάλα του σχέδια, τόσο ανικανότερο αιστανόταν τον εαυτό του (Xenop) |
    • ξεπέσαμε, γιατί βρεθήκαμε ανίκανοι (Petsalis) |
    • η αδελφή της ήταν ανίκανη να κρίνει την κατάστασή της (TAthanasiadis) |
    • το πεζικό τους αποδείχτηκε ανίκανο να συγκρατήσει τις ελληνικές επιθέσεις (ChZalokostas) |
    • ~
  • ⓐ είμαι ~:
    • ήμουν ~ |
    • οι σύγχρονοι Έλληνες στη μέγιστη πλειοψηφία τους είναι ανίκανοι να διατυπώσουν μια επιστολή χωρίς ασυνταξίες (Theotokas) |
    • οι περισσότεροι Έλληνες βγαίνουν από το γυμνάσιο πιο ανίκανοι από κάθε άλλη φορά να συντάξουν ένα κείμενο που να μην κραυγάζει παρδαλότατη αγραμματοσύνη (Christidis AK) |
    • ο Γκαίτε στάθηκε ~ |
    • ο τρελός ρυθμός που ακολουθούμε θα μας κάνει ανικάνους να νοιώσουμε και το ωραιότερο καν ποίημα (ChZalokostas)
  • ② crippled, disabled, incapacitated:
    • είναι ~ |
    • τον έκαμε ανίκανο
  • ③ milit unfit for military (or navy) service:
    • ~
  • ④ med impotent, frigid:
    • σεξουαλικώς ~ |
    • ήταν ~ και σκότωνε τις γυναίκες για να ικανοποιήσει το σεξουαλικό του ανικανοποίητο (Evelpidis)
  • ⑤ law incompetent:
    • ανίκανοι για δικαιοπραξία είναι εκείνος που δεν συμπλήρωσε το δέκατο έτος του και εκείνος που βρίσκεται σε δικαστική ή νόμιμη απαγόρευση (Christidis AK)

[fr MG ανίκανος ← K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες