Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανίκανα [aníkana] adv
- incapably, inefficiently, incompetently (ant ικανά):
- poem για λίγο βγήκε απ' τη λαγνεία κι απ' την μέθη, | κι ~
[der of ανίκανος2; cf kath ανικάνως]
- incapably, inefficiently, incompetently (ant ικανά):