Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανίερος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ανίερος, επίθ.
  • 1) Που αντικανονικά ασκεί το ιερατικό λειτούργημα:
    • Περί ψευδοϊερέων, οπού δεν έλαβαν χειροτονίαν και έτσι λαϊκοί ανίεροι … βαπτίζουν (Bακτ. αρχιερ. 188).
  • 2) O μη χριστιανός:
    • περί βαπτίσματος ανιέρων (αυτ. 139).

[αρχ. επίθ. ανίερος. H λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανίερος -η -ο [aníeros] Ε5 : που δε σέβεται ό,τι θεωρείται ιερό, σεβαστό· που γίνεται χωρίς κανόνες, αρχές, ήθος· βέβηλος: Aνίερη πράξη. Aνίερη εκμετάλλευση των λειψάνων του Aγίου. Aνίερη συκοφαντική εκστρατεία. ανίερα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀνίερος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανίερος, -η, -ο [aníeros] (L)
  • profane, impious, sacrilegious, unholy (ant ιερός):
    • ~ υβριστής |
    • ~ ελιγμός, σκοπός |
    • ανίερη αγάπη, αξία, αλαζονεία, εκμετάλλευση, θυσία, μανία, παράσταση, πράξη, σκέψη, σταυροφορία, συμπεριφορά, συναλλαγή, τάση, υποτίμηση |
    • ανίερες συμφωνίες |
    • ανίερο παιχνίδι, πράγμα, χέρι |
    • κάνει το ιερό ανίερο |
    • ανίερη συμμαχία των ανακτόρων με το στρατό |
    • ανίερη προσπάθεια να εξανδραποδίσουν τη μισή σχεδόν Kύπρο |
    • ένα περιττό και ανίερο σχόλιο |
    • βάλθηκε να την παιδέψει την ανίερη μητέρα κατά το ίδιο το παράδειγμα που έδωκεν αυτή (Palam) |
    • η καθαρεύουσα μας φαίνεται όχι απλώς κάτι απαράδεκτο, αλλά κάτι προδοτικό και ανίερο, και εκφραζόμαστε στη δημοτική (Papanoutsos) |
    • όπου λαός, όπου σύναξη έπεφταν συνθήματα, που ήταν ανόσια και ανίερα για τους χριστιανούς (Panagiotop) |
    • poem πώς τρέμω μήπως βέβηλος και ~ |
    • και πανηγύρια ανίερα ποτέ δε σας ταράζουν (id.) |
    • και, όχι καύχημα ανίερο, | σε πηγές δαφνοσκέπαστες | ήπια εγώ και στη στέρνα (Sikel) |
    • να γκρεμιστεί η Tουρκία, το ανίερο τέρας (Mavilis)

[fr kath ανίερος ← MG ανίερος ← AG, K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες