Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανίδρυση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανίδρυση [aní∂risi] η, (L)
  • ① building, construction, erection (syn ανοικοδόμηση, ant κατεδάφιση):
    • ~ ναού, νοσοκομείου, σπιτιού
  • ② fig setting up, establishment (syn σύσταση):
    • ~ θεσμού |
    • η ~ του παπικού κράτους |
    • η ~ του πατριαρχικού θρόνου

[fr kath ανίδρυσις, der of ανιδρύω; cf ενίδρυσις, καθίδρυσις etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες