Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανίδεος, επίθ.
-
- Που έχει αλλοιωθεί η μορφή του:
- αγνώριστον, ανίδεον, το αληθές δεικνύει (Φλώρ. 498).
[μτγν. επίθ. ανίδεος (DGE· βλ. και LBG), αν όχι το μτγν. ανείδεος (DGE). H λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]
- Που έχει αλλοιωθεί η μορφή του:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανίδεος -η -ο [aníδeos] Ε5 : 1.που δε γνωρίζει κτ. καθόλου, που δεν έχει ούτε τις στοιχειώδεις γνώσεις για κτ.· αδαής: ~ από τέχνη / επιστήμη / πολιτική / ποίηση. || (ως ουσ.) ο ανίδεος: H μελέτη του προβλήματος ανατέθηκε σε άσχετους και ανίδεους. 2α. που δεν έχει πληροφόρηση για κάποιο γεγονός: Ήταν ~ για το θάνατο του πατέρα του. β. που δεν υποψιάζεται κτ.· ανύποπτος, ανυποψίαστος: ~ για τον κίνδυνο που διέτρεχε, ήπιε το δηλητηριασμένο νερό.
[λόγ. αν- (δες α- 1) ιδέ(α) (ελνστ. σημ.: `έννοια΄) -ος (διαφ. το ελνστ. ἀνίδεος `που δεν έχει συγκεκριμένο σχήμα΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανίδεος1 [aní∂eos] ο, (L)
- the uninformed, the ignorant person:
- οι ανίδεοι είναι και αναιδείς |
- οι ανίδεοι δεν ξεχωρίζουν τις διάφορες οσμές γιατί είναι αιώνια συναχωμένοι (Melas) |
- ο καλλιτέχνης δεν πρέπει ν' αφήνει την αγωγή του κοινού στα χέρια των ανίδεων και των κακόπιστων (id.) |
- ο ~ δύσκολα μπορεί να φαντασθεί τον αδιάκοπο και σκληρό αγώνα του ποιητή με τις λέξεις (Papanoutsos) |
- ανάμεσα σ' ένα πλήθος ανίδεων μιλούσα με τους Σπαρτιάτες (Gialourakis) |
- μόνο ~ θα αρνηθεί ότι τα καλλιτεχνικά αυτά ρεύματα επλούτισαν καταπληκτικά τον ψυχικό και πνευματικό πολιτισμό μας (Karouzos) |
- poem κ' είν' οι θρησκείες | για τον ανίδεο και για τον οκνό, | σκιαγμένων ονειροφαντασίες (Skipis) |
- ασφόδελε· οι ανίδεοι | δεν ξέρουνε που η ρίζα σου |..| είναι βοτάνι στις πληγές (Sikel)
[substantiv. m of ανίδεος2]
- the uninformed, the ignorant person:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανίδεος2, -η, -ο [aní∂eos] (L)
- ① having no knowledge, unknowing, ignorant (syn ανήξερος 1):
- ανίδεοι άνθρωποι |
- αρκετές εφημερίδες παραδίνουν την κριτική της τέχνης σε ανθρώπους εντελώς ανίδεους (Thrylos) |
- η κριτική του βιβλίου γίνεται από ανίδεους δημοσιογράφους (Ouranis) |
- έχει το πάθος να μεταφέρει στο ανίδεο περιβάλλον του την ευρωπαϊκή σοφία (Chatzinis) |
- η κοινωνία εξακολουθούσε να είναι αφώτιστη και ανίδεη (Tzartzanos) |
- οι ανίδεοι γονείς φέρονται άσχημα στα παιδιά τους (Saratsis) |
- ω λόγια των ανίδεων | και των καλών ανθρώπων! (Palam) |
- poem οι ανίδεοι Aντιοχείς διαβάζουν Eμονίδην (Kavafis) |
- πέσαμε εδώ στα χαμηλά ανίδεοι και χορτάτοι (Seferis)
- ② unsuspecting (syn ανυποψίαστος):
- παρευρισκόταν ~ στην αποκατάσταση της τιμής και στην αυτόματή του νομιμοποίηση (Xenop) |
- η ευτυχία σέρνεται σαν το σκουλήκι και την ποδοπατάμε ανίδεοι (KPolitis) |
- poem κ' εκεί που ανίδεοι σχεδιάζουμε νέες εξορμήσεις, | εκείνος γέρνει πια κατάκοπος (KStergiop)
- ③ inexperienced in the world, unsophisticated, ignorant, naive, green (syn άβγαλτος, near-syn ακοινώνητος, ant ξεβγαλμένος):
- ένα παιδί ανίδεο |
- μικρή, ανήξερη, ανίδεη την άρπαξε με τη βία (Xenop) |
- ο Oδυσσέας πηγαίνει και φέρνει από τις Mυκήνες στην Aυλίδα την ανίδεη και αθώα Iφιγένεια (Maronitis) |
- poem στητές παιδούλες, οι άπραγες κι οι ανίδεες κι οι πρώτες (Malakasis) |
- για μια στιγμή | ήμουν το ανίδεο κοράσι, έτοιμο | να προχωρήσει και την ευλογία να δεχτεί (Karelli)
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανίδεος ← MG ανίδεος 'someone whose face has not changed', cpd w. ιδέα]
- ① having no knowledge, unknowing, ignorant (syn ανήξερος 1):