Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανίατος -η -ο [aníatos] Ε5 : 1.που δεν μπορούν να τον θεραπεύσουν, αθεράπευτος, αγιάτρευτος: Aνίατη αρρώστια / πληγή. || (ως ουσ.) ο ανίατος: Άσυλο Aνιάτων, για άτομα που πάσχουν από ανίατες ασθένειες. 2. (μτφ.) που δεν επιδέχεται βελτίωση, αθεράπευτος: Aνίατη μεγαλομανία / αρχομανία.
[λόγ. < αρχ. ἀνίατος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανίατος1 [aníatos] ο, (L)
- incurable person, incurable (syn ο αγιάτρευτος, ο αθεράπευτος):
- άσυλο ανιάτων |
- πολλοί ανίατοι προτιμούσαν αυτό το μέρος εξαιτίας των θειούχων λουτρών και του ξηρού κλίματος |
- ο ~ γνωρίζει πως είναι τελεσίδικα άρρωστος και δεν έχει καν τον πόθο της ανάρρωσης (Chourmouzios) |
- ο ~ έχει ήδη αρχίσει να πεθαίνει (Papanoutsos) |
- έμενε από περιέργεια για να νοιώσει την κατάσταση ενός ανίατου (Christophidis)
[substantiv. m of ανίατος2]
- incurable person, incurable (syn ο αγιάτρευτος, ο αθεράπευτος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανίατος2, -η, -ο [aníatos] (L)
- incurable (syn αγιάτρευτος, αθεράπευτος):
- ανίατη ασθένεια, λαβωματιά, πάθηση, πληγή |
- ανίατο νόσημα, τραύμα |
- ανίατη ψυχοπάθεια |
- η κόρη του ήταν παράλυτη στα πόδια με τρόπο ανίατο (Theotokas) |
- εγιάτρευε όλες τις ανίατες αρρώστιες (Melas) |
- πρέπει με μιαν ένεση θανάτου να λυτρώνεται από τους αφόρητους πόνους ένας ~ και ετοιμοθάνατος άνθρωπος (Papanoutsos) |
- poem ανία κι ο πόνος μου | κ' η ανίατη αγωνία (Zotos) |
- τραβούν φωτογραφίες | για να ιάσουν την ανίατη ανία τους (Siotis)
- ⓐ fig incorrigible, irremediable, immutable (syn αδιόρθωτος):
- ανίατη απαισιοδοξία, υπερηφάνεια |
- ανίατο κακό |
- ανίατη γλωσσική αναρχία |
- πάσχει από μια ανίατη, παθολογική, θα 'λεγε κανένας, συμπόνια (Terzakis) |
- η βρώμα τους, παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται, φαίνεται ανίατη (Panagiotop) |
- πάσχει από ανίατη κακοπιστία (Palaiologos) |
- poem μ' απελπισία στενάζω κ' είναι ασίγαστος ο πόνος μου | και μυστικό ανίατο το πάθος μου (TBali)
[fr kath ανίατος ← K, AG]
- incurable (syn αγιάτρευτος, αθεράπευτος):