Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανία
13 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανία η [anía] Ο25 : δυσάρεστο συναίσθημα που δημιουργείται από την έλλειψη ενδιαφέρουσας απασχόλησης ή από τη μονότονη επανάληψη των ίδιων εντυπώσεων, γεγονότων, πράξεων· πλήξη, βαρεμάρα: Συχνά αισθάνομαι αφόρητη ~. H συχνή επανάληψη των ίδιων κάθε μέρα κινήσεων προξενεί ~ στους εργαζομένους της βιομηχανίας αυτοκινήτων. H έλλειψη δημιουργικής απασχόλησης προκαλεί ~ και πλήξη.

[λόγ. < αρχ. ἀνία `λύπη, δυσφορία΄ σημδ. γαλλ. ennui]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανία [anía] η, (L)
  • boredom, ennui, tedium, dullness (syn ανιαρότητα, βαριεστημάρα, πλήξη):
    • μεγάλη ~ |
    • ~ της επαρχιακής ζωής |
    • η ~ σημαίνει το άδειο, που περιζώνει την πείρα (Panagiotop) |
    • τον πνίγει η ~ (Theotokas) |
    • τριγυρνούσα την ~ μου στην παραλία σαν κολασμένη ψυχή (Karagatsis) |
    • οι πλούσιοι αστοί διασκέδαζαν την ~ τους συναγωνιζόμενοι στο ρίξιμο των βελών (Ouranis) |
    • το έργο της τέχνης μπορεί να διασκεδάζει τις ώρες της αργίας και της ανίας μας (Kakridis) |
    • η δουλειά μάς προστατεύει από την ~, τη διαφθορά και τον πόθο (Vrettakos) |
    • μέσα στην απραξία και την ~ ξαφνικά αστράφτει κάποια σκέψη, μια αίσθηση ή μια συγκίνηση (Glezos) |
    • poem με τους καφέδες και με τα τσιγάρα | σκότωνε τη θανάσιμή του ~ (Skipis) |
    • σέρνει με ~ της εμορφιάς του το μαράζι (Kavafis) |
    • η ~ και η τύψη εδώ μ' έχουν δαγκώσει, | εδώ της καρδιάς μου το αίμα αργοστάλαξε (Papantoniou) |
    • ένα μαντήλι πικρό θα χαιρετά την ~ του γυρισμού (Anagnostakis)

[fr kath ανία ← K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανιαρά [anjará] adv (L)
  • boringly, tediously, wearisomely (syn μονότονα, πληκτικά):
    • το ταξίδι κυλάει ήσυχα, αρκετά ~ (Karagatsis)

[der of ανιαρός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανιαρός -ή -ό [aniarós] Ε1 : που προξενεί ανία, πλήξη, που δεν προκαλεί το ενδιαφέρον· βαρετός: Aνιαρή συζήτηση / εργασία / ασχολία / δουλειά. Aνιαρό διήγημα / μυθιστόρημα / έργο. Παρακολούθησα μια ανιαρότατη διάλεξη. ανιαρά ΕΠIΡΡ: Mιλάει πολύ ~, βαρετά.

[λόγ. < αρχ. ἀνιαρός `ενοχλητικός, βλαβερός΄ σημδ. γαλλ. ennuyeux]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανιαρός, -ή, -ό [anjarós] (L)
  • boring, dull, tedious, wearisome (syn μονότονος, πληκτικός):
    • ~ άνθρωπος, ρήτορας, συγγραφέας |
    • ~ λόγος, διάλογος, μονόλογος |
    • ~ θόρυβος, κρότος, ρυθμός |
    • ανιαρή ασχολία, διαδικασία, επανάληψη, εργασία, ζωή, πόλη, ομοιομορφία, συζήτηση, ταινία |
    • ανιαρό βιβλίο, θέαμα, μάθημα, ποίημα, ύφος |
    • ανιαρά καθήκοντα, κείμενα, πράγματα |
    • βαριόταν τα πεζά, πρακτικά, ανιαρά θέματα (Petsalis) |
    • τα κλασικά παραδείγματα έχουν πια καταντήσει ανιαρά (Panagiotop) |
    • ό,τι πιστεύουμε πως μας προσφέρθηκε ολόκληρο, μας γίνεται άχρηστο, ανιαρό (Chatzinis) |
    • τ' ανιαρά σχόλια του συγγραφέα για τα διαδραματιζόμενα ματαιώνουν κάθε ενδεχόμενη δράση (Sachinis) |
    • το κεφάλαιο για την τέχνη είναι ανιαρό στο διάβασμα (Karouzos) |
    • η σιωπή έπεσε σαν ~ επίλογος ανιαρότερης εκμηστήρευσης (Karagatsis) |
    • ήταν η ανιαρότερη και η πιο εξοργιστική παράσταση (Athanasiadis-N) |
    • poem πολλές φροντίδες, πολλή σκέψις και για τούτο | είν' έτσι ανιαρές του Δημαράτου οι μέρες (Kavafis) |
    • κακόγουστο και ανιαρό θέατρο ποικιλιών ο κόσμος (Apostolidis)

[fr kath ανιαρός ← K, AG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανιαρότητα η [aniarótita] Ο28 : η ιδιότητα του ανιαρού: H ~ της ομιλίας του κοίμισε τους ακροατές.

[λόγ. ανιαρ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανιαρότητα [anjarótita] η, (L)
  • dullness, tediousness, boredom (syn in ανία):
    • η ~ του λόγου, της ζωής |
    • ο υπότιτλος σπάει κάπως την ~ |
    • ένοιωθε κατάβαθα όλη την ~ της περίστασης (Georgiadis)

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανιαρότης, der of ανιαρός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανίατα [aníata] adv (L)
  • ① incurably, irremediably (syn αγιάτρευτα, αθεράπευτα):
    • το ~ ρομαντικό της γερμανικής ψυχής ήταν στοιχείο και της δικής του ιδιοσυγκρασίας (Athanasiadis-N)
  • ② fig immutably, irrevocably (syn τελεσίδικα):
    • ο O. είναι ~ πληγωμένος από τη ζωή (Spandonidis) |
    • τόσο η τύχη όσο και ο έρωτας συμβαίνει να είναι οι δυο ~ τυφλές θεότητες (Palaiologos)

[fr kath ανιάτως ← K, AG, der of ανίατος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανίατο [aníato] το, (L)
  • incurability, incurableness (syn το αθεράπευτο, ant το ιάσιμο):
    • το ~ της παθήσεως

[fr kath το ανίατον, substantiv. n of ανίατος2]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανίατος -η -ο [aníatos] Ε5 : 1.που δεν μπορούν να τον θεραπεύσουν, αθεράπευτος, αγιάτρευτος: Aνίατη αρρώστια / πληγή. || (ως ουσ.) ο ανίατος: Άσυλο Aνιάτων, για άτομα που πάσχουν από ανίατες ασθένειες. 2. (μτφ.) που δεν επιδέχεται βελτίωση, αθεράπευτος: Aνίατη μεγαλομανία / αρχομανία.

[λόγ. < αρχ. ἀνίατος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες