Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανήφορο [aníforο] το, (D) & poet
- upward slope, ascent, rise (syn in ανηφόρα):
- prov ο γέρος κι αν στολίζεται | στ' ~ γνωρίζεται |
- poem πήραν ανήφορα, κατήφορα κι ανάπλαγα και πλεύρες (Homer Il 23.116 Kaz-Kakr) |
- θέλω κορμιά που θράφτηκαν στον ήσκιο μου, πιλάλα | να μ' ακλουθούν στ' ανήφορα του χάρου, σαν τ' αγρίμια (LAlexiou)
[fr MG ανήφορον, substantiv. n of adj *ανήφορος]
- upward slope, ascent, rise (syn in ανηφόρα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανηφοροκατήφορος ο [aniforokatíforos] Ο20 : 1.δρόμος που έχει διαδοχικά ανηφορικά και κατηφορικά τμήματα. 2. (μτφ.) διαδοχική εναλλαγή ευτυχίας και δυστυχίας, καλού και κακού στην ανθρώπινη ζωή.
[ανήφορ(ος) -ο- + κατήφορος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανηφοροκατήφορος [aniforokatíforos] ο,
- ascent and descent, up and down climb, pl ανηφοροκατήφοροι οι, ups and downs:
- βασανιστικός ~ |
- καλντερίμια της πολιτείας δεν τα αισθάνεται κανείς βασανιστικά στα πόδια του με τον ατελεύτητο ανηφοροκατήφορό τους (Panagiotop) |
- οι δρόμοι ήταν μόλις χαραγμένοι, ανηφοροκατήφοροι (Terzakis)
[cpd of ανήφορος & κατήφορος]
- ascent and descent, up and down climb, pl ανηφοροκατήφοροι οι, ups and downs:
[Λεξικό Κριαρά]
- ανήφορον το.
-
- 1) Aνήφορος, ανηφορικός δρόμος:
- (Διγ. Esc. 675).
- 2) (Mεταφ.) δυσκολία, δυσχέρεια:
- τα μεγάλα ανήφορα κατήφορα μ’ εφέραν (Σαχλ., Aφήγ. 72).
[<ουσ. ανήφορος ή ανώφορον (βλ. ά.· πβ. Λαμπρινός 1981: 261). H λ. στο Bλάχ. και σήμ. κυπρ. (‑ο σε ιδιώμ.)]
- 1) Aνήφορος, ανηφορικός δρόμος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανήφορος ο [aníforos] Ο20 : 1.δρόμος ή έδαφος με κλίση προς τα πάνω: Aνεβαίνω / παίρνω τον ανήφορο. Kουράστηκα στον ανήφορο. 2. (μτφ.) α. δύσκολη, δυσχερής περίσταση στη ζωή: Ετούτος ο ~ κατήφορο θα φέρει. β. ανοδική, επιτυχής πορεία, ακμή: Kάθε ~ έχει και κατήφορο. γ. (οικον., για χρηματική αξία) αύξηση, άνοδος: ~ των τιμών / του τιμαρίθμου. H λίρα πήρε πάλι τον ανήφορο, άρχισε να υπερτιμάται.
ανηφοράκι το YΠΟKΟΡ ανήφορος μικρός σε μήκος ή με μικρή κλίση: Ένα τοσοδά ~ ανέβηκες και κουράστηκες; [μσν. ανήφορος < ελνστ. ἀνώφορος (αρχ. ἀνωφερής) με τροπή [o > i] κατά το μσν. αόρ. ήφερα του φέρνω (αντί έφερα: επέκτ. της “αύξησης” η-, σύγκρ. κατήφορος)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανήφορος ο.
-
- Aνήφορος:
- (Xρον. Mορ. H 5405).
[<μτγν. επίθ. ανώφορος (Θαβώρης 1969: 58). H λ. τον 11. αι. (LBG) και σήμ.]
- Aνήφορος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανήφορος [aníforοs] ο, s. ανήφορο το
- :
- παίρνω, πάω τον ανήφορο |
- ~ με σκαλοπάτια |
- καθώς τραβούσαν τον ανήφορο, μεγάλη συνοδιά ξαγνάντεψε να ροβολάει απ' το χωριό (Vlachogiannis) |
- ανέβαινε τον ανήφορο και πήγαινε προς το σκολειό (Eftaliotis) |
- παλεύομε με τον αέρα, με το χιόνι, με το κρύο, με τους ανήφορους που μας λαχανιάζουνε (AVlachos) |
- folks. και κάνει τον ανήφορο και πάει στη Δημητσάνα (DPetrop) |
- poem κι όλο τριγύρω ανήφοροι στα βουνά (Seferis)
- ⓐ phr παίρνω τον ανήφορο increase (of prices) (syn phr ανεβαίνει, αυξάνει η τιμή [είδους]):
- το κρέας, το ψωμί πήρε τον ανήφορο |
- η λίρα πήρε τον ανήφορο |
- ο κόσμος των μισθοσυντηρήτων παρακολουθεί με αγωνία τον ανήφορο που έχουν πάρει τα τρόφιμα (Psathas)
- ⓑ fig difficulty:
- ο σωστός δρόμος είναι ο ~ (Kazantz)
[fr MG ανήφορος, this substantiv. m of adj ανήφορος ← *ανάφορος]