Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανήσυχος -η -ο [anísixos] Ε5 : που δεν είναι ήσυχος από κάποια αιτία. 1α. ταραγμένος, αναστατωμένος, φοβισμένος: Οι συγγενείς του είναι ανήσυχοι για την υγεία του. Οι οικονομολόγοι είναι ανήσυχοι εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. β. που δεν ησυχάζει, που κινείται συνέχεια: Είναι ~ άνθρωπος. Aνήσυχο παιδί, άτακτο, νευρικό. 2. πολυάσχολος, ερευνητικός, με ποικίλα ενδιαφέροντα: Aνήσυχο πνεύμα / μυαλό. 3. που δε γίνεται με ησυχία, ταραγμένος: Xτες βράδυ έκανα ανήσυχο ύπνο.
ανήσυχα ΕΠIΡΡ: Kοιμήθηκα ~ χθες βράδυ. [λόγ. < ελνστ. ἀνήσυχος `που δεν του αρέσει η ησυχία΄ σημδ. γαλλ. inquiet]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανήσυχος1 [anísixos] ο,
- the concerned or solicitous person (ant ο αδιάφορος):
- είναι ο ~, που ασφαλίζει τη γαλήνη των άλλων (Panagiotop) |
- έχουν πολλαπλασιασθεί σε απίστευτο βαθμό οι ταλαιπωρημένοι, οι ανήσυχοι, οι αναστατωμένοι του κόσμου τούτου, αλλ' έχουν ελαττωθεί σε απερίγραπτο επίσης βαθμό οι ηλίθιοι (id.)
[substantiv. m of ανήσυχος2]
- the concerned or solicitous person (ant ο αδιάφορος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανήσυχος2, -η, -ο [anísixos]
- ① unquiet, noisy, turbulent (syn άτακτος,:
- ανήσυχο ζώο |
- η θάλασσα ήταν ανήσυχη, το κύμα πολύ δυνατό και η ακτή των Iβήρων απροστάτευτη (Theotokas) |
- δίπλα η αμμουδιά κι ο Eυβοϊκός με τα ανήσυχα νερά του (Varelas)
- ⓐ disturbed, uneasy (syn ταραγμένος, ant ήρεμος, ήσυχος):
- ο άρρωστος ήταν ~ |
- η μητέρα ήταν καρδιακή κ' είχε πάντα της ανήσυχο ύπνο (EAlexiou)
- ② worried, anxious:
- τον περίμενε η γυναίκα του ανήσυχη |
- δεν έχω νέα απ' το παιδί μου κ' είμαι ~ |
- αν είχα τακτικά ειδήσεις σας, δεν θα ήμουν ~ γι' αυτό το ζήτημα |
- στην επαρχία τα πρόσωπα των ανθρώπων είναι λιγότερο ανήσυχα (Kazantz) |
- οι δυο κάλπηδες τσίτωσαν τ' αφτί ανήσυχοι (Myriv) |
- οι άνθρωποι με μάτια ανήσυχα κοιτούν τους ορίζοντες (Karagatsis) |
- πηγαίνει από το μπαλκόνι στο παράθυρο κι από το παράθυρο στο μπαλκόνι ~ (ChZalokostas) |
- είχε πάρει ένα ύφος ξαφνιασμένο κι ανήσυχο (Ouranis) |
- μόλις έφυγε ο Xρίστος, έτρεξε στη γριά ο βοηθός ~ (MNikolaidis) |
- poem μου δείχνει η κόρη ανήσυχο το βλέμμα, | τάχα πως δεν μπορεί να με βοηθήσει (Solom) |
- έπειτα, ολίγα βήματα στο πεζοδρόμιο ανήσυχα, | ως που εμειδίασαν κ' ένευσαν ελαφρώς (Kavafis) |
- ό,τι κι αν είναι κλάψετε | τον άνθρωπο που μένει | ως την αυγή μ' ανήσυχα | τα μάτια και το νου (Malakasis)
- ⓑ disquieting, disturbing:
- ο Δ. έπαιρνε, στα Λαγκάδια που 'μενε, γράμματα πολύ ανήσυχα από την Tρίπολη (Melas)
- ③ concerned, solicitous (ant αδιάφορος):
- ανήσυχη ιδιοσυγκρασία, συνείδηση, ψυχή |
- ανήσυχη γενιά, νεολαία |
- ανήσυχο πνεύμα |
- η Άρτεμη ήταν το πιο ανήσυχο παιδί απ' όλους μας, είχε περιέργεια απίθανη για την ηλικία της (Venezis) |
- αυτό που πίστευαν τότε μονάχα μερικές ανήσυχες και πολύ οξυδερκείς διάνοιες, έγινε σήμερα κοινή συνείδηση του πλήθους (Theotokas) |
- ο T. είναι ίσως ο πιο φιλοσοφικά ~ της γενιάς του (LPolitis) |
- μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το Γεμιστό σαν τον ανήσυχο άνθρωπο μιας νέας εποχής, που ενσαρκώνει το νεοελληνικό και το ευρωπαϊκό πνεύμα που ανατέλλει (Dimaras) |
- οι επιστήμονες που κατασκεύασαν το διαστημόπλοιο των ουρανών ανήκουν στην ανήσυχη σύγχρονη ανθρωπότητα του πλανήτη μας (Psathas) |
- poem με του Aκρίτα τ' άλογο και το κοντάρι τ' Aϊ-Γιωργιού θα ταξιδεύεις στα χρόνια, | ένας ~ κυνηγός απ' τη γενιά των ηρώων (Gatsos)
[fr kath ανήσυχος ← PatrG, K, cpd of pref ἀν- & AG eσυχος]
- ① unquiet, noisy, turbulent (syn άτακτος,: