Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανήσυχα [anísixa] adv
- ① unquietly, noisily (ant αθόρυβα, ήσυχα):
- το παιδί παίζει ~ |
- η σημαία είχε αρχίσει να φτεροκοπάει ~ (Terzakis) |
- poem σιωπηλή φύση | τις φυλλωσιές που ~ κινεί (KStergiop)
- ⓐ uneasily (syn ταραγμένα, ant ήρεμος, ήσυχος):
- κοιμάται ~ |
- τη νύχτα κοιμήθηκα δύσκολα κι ~ εξαιτίας του πυρετού (Karagatsis, adapted)
- ② anxiously, worriedly:
- με κοίταζε ~ |
- τον ρωτάνε ~ |
- οι χάντρες των ματιών της αλλοιθώρισαν ~ (Tsirkas) |
- έσκυψε, καθώς και την άλλη φορά, εμπιστευτικά, σοβαρά, ~ (Theotokas) |
- poem τα κεφάλια | ψήλωναν στη σειρά, βορρά και νότο, | κι ~ κοιτούσαν (Vrettakos)
[der of ανήσυχος]
- ① unquietly, noisily (ant αθόρυβα, ήσυχα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανησυχαστικά [anisixastiká] adv
- disquietingly, disturbingly, alarmingly (syn ανησυχητικά, ant καθησυχαστικά):
- με ορθολογισμό ~ πρώιμο απορούσε πώς οι άνθρωποι μπορούν να διασκεδάζουν με τέτοιες ανοησίες (Karagatsis) |
- το αναγνωστικό κοινό έχει ~ αραιωθεί (Thrylos) |
- έσπερνε πλουσιοπάροχα ο Συκουτρής και παρόλη τη θετική και αρνητική αντίδραση άρχισε να χλοΐζει ο αγρός και ~ να ξεχωρίζεται από τη γύρω υγρασία (Tsatsos)
[der of ανησυχαστικός]
- disquietingly, disturbingly, alarmingly (syn ανησυχητικά, ant καθησυχαστικά):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανησυχαστικός -ή -ό [anisixastikós] Ε1 : (σπάν.) ανησυχητικός.
[λόγ. < ανησυχητικός κατά το συνοπτ. θ. ησυχασ- του ησυχάζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανησυχαστικός, -ή, -ό [anisixastikós]
- disquieting, disturbing, alarming (syn ανησυχητικός, ant καθησυχαστικός):
- ανησυχαστική κατάσταση |
- ανησυχαστικές ειδήσεις |
- ανησυχαστικά λόγια, νέα, συμπτώματα |
- είναι ~ ο αριθμός των αποτυχημένων γάμων (Katsigra) |
- η παράταση της απουσίας σου και η σιωπή σου ήσαν πάντοτε ανησυχαστικά (Palam) |
- η σιωπή μέσα στο σκοτάδι μού φάνηκε τόσο ιερή, τόσο ανησυχαστική, που δεν τόλμησα να φωνάξω (Kazantz) |
- στο αναμεταξύ πολλά μαγειρεύονται, πολλά άλλα μαθεύονται, όλο και πιο ύποπτα, όλο και πιο ανησυχαστικά (Petsalis) |
- η εποχή μας εμφανίζει στην καλλιτεχνική περιοχή μια ανησυχαστική στασιμότητα (Thrylos) |
- το ηφαίστειο δείχνει με τους βρυχηθμούς του ότι μπήκε στο στάδιο ανησυχαστικής ενεργείας (Ouranis) |
- εκτός από την ανεπάρκεια αυτών των ειδών υπήρχαν κι άλλοι λόγοι, που έκαναν την κατάσταση περισσότερο ανησυχαστική (Angelop) |
- μέσα στο προφητικό της παραμιλητό προφέρει βαρυσήμαντα και ανησυχαστικά για τον Nέρωνα λόγια (EIR Taxidia) |
- ησυχάζω); cf καθησυχαστικός
[fr kath ανησυχαστικός, cpd of pref αν- & LK (2nd-3rd c. AD) ησυχαστικός (: ησυχάζω); cf καθησυχαστικός]
- disquieting, disturbing, alarming (syn ανησυχητικός, ant καθησυχαστικός):