Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανήξερος -η -ο [aníkseros] Ε5 : 1.που δεν ξέρει, που αγνοεί, απληροφόρητος, κυρίως στην έκφραση κάνω τον ανήξερο, προσποιούμαι ότι δεν ξέρω. 2. (λαϊκότρ.) α. άπειρος, άμαθος: Είναι ~ από κακουχίες / από βάσανα. β. αθώος, αγνός: Άβγαλτο κι ανήξερο παιδί.
[μσν. ανήξευρος < αν- (δες α- 1) ηξεύρ(ω) -ος < μσν. εξεύρω (δες στο ξέρω), [e > i] από επέκτ. της “αύξησης” η-: ήξευρα και αναλ. νέος ενεστ. ηξεύρω (σύγκρ. ανήμπορος) με αποβ. του [v] κατά το ηξεύρω > ξέρω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανήξερος1 [aníkseros] ο,
- unknowing, ignorant person (ant L γνώστης):
- ένα ραβδί, που το έχομε βυθίσει λοξά μέσα στο νερό, το βλέπομε τσακισμένο και ο ~ θα μπορούσε να νομίσει ότι και με την αφή θα το 'βρισκε τσακισμένο (Papanoutsos) |
- οι άνθρωποι με του ανήξερου πάντα το θάρρος πορεύονται (Bastias) |
- γιατί ν' ανοίξουν τα μάτια τού ακόμα ευτυχισμένου ανήξερου, αφού ο κόσμος που θ' αναγκαστούν να αντικρύσουν είναι πιο επικίνδυνος, πιο αναστατωτικός και μας κάνει πιο δυστυχισμένους; (Athanasiadis-N) |
- poem και των ανήξερων η οργή τριγύρω μου βογγούσε (Palam)
[substantiv. m of ανήξερος2]
- unknowing, ignorant person (ant L γνώστης):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανήξερος2, -η, -ο [aníkseros]
- ① unknowing, uninformed, ignorant, unaware (syn αδαής L, ακάτεχος,:
- ~ άνθρωπος |
- είμαστε ανήξεροι |
- phr κάνω τον ανήξερο or την ανήξερη pretend not to know |
- σαν διαβάζει το βιβλίο κανείς, ~ από πόλεμο, μπορεί να φαντάζεται την προέλαση σαν ένα είδος παρέλαση (Myriv) |
- όλοι έκαναν την ίδια κίνηση, λες και προσκυνούσαν βαθιά το ανήξερο θύμα του πιο απελπισμένου εγκλήματος (Karagatsis) |
- poem η θάλασσα στα βάθη της πήρ' έναν ναύτη. | H μάνα του, ανήξερη, πηγαίνει κι ανάφτει | στην Παναγιά μπροστά ένα υψηλό κερί (Kavafis)
- ② ignorant of the world, unsophisticated, green, naive (syn άβγαλτος, ανέβγαλτος,:
- εγώ θυσιάστηκα, εγώ που με δώσαν σε σένανε, ανήξερο πράμα, κορίτσι από σπίτι, ανιψιά στρατιωτικού (Papantoniou) |
- ένας γείτονάς της τη βρήκε μόνη μια μέρα και την πλάνεσε, ανήξερη όπως ήτανε η κακομοίρα (Psichari) |
- μα η Λένα είναι ανήξερη, πλάσμα αγαθό σαν τη γιαγιά (Venezis) |
- τον κυρίεψε ξαφνικά η ιδέα πως ήταν ένας άξεστος και ~ τσομπάνης (Theotokas) |
- folks. σ' αφήνω διάτα το παιδί, το μικροχαϊδεμένο, | τι 'ναι μικρό κι ανήξερο, τ' άρματα δεν γνωρίζει (DPetrop) |
- poem ήμουν αθώο κι ανήξερο, | κ' ήμουν βυζασταρούδι, | κ' ήμουν λιγότερο άνθρωπος | και πιο πολύ λουλούδι (Palam)
- ③ unsuspicious (syn ανύποπτος, ant υποψιασμένος):
- ένα τέτοιο μούτρο, σ' ένα έρημο νυχτερινό μονοπάτι, είναι ικανό να κόψει το αίμα του ανήξερου διαβάτη (Karagatsis)
[fr MG ανήξευρος & ανήξερος, cpd of pref αν- & ηξεύρω (bes ηξέρω; cf ModG ξεύρω bes ξέρω); cf ανήμπορος]
- ① unknowing, uninformed, ignorant, unaware (syn αδαής L, ακάτεχος,: