Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανήμπορος, επίθ.
-
- 1)
- α) (Προκ. για πρόσωπο) αδύναμος, ασθενικός:
- το γέρο τον ανήμπορο (Eρωτόκρ. Γ´ 982)·
- β) (προκ. για όργανο του σώματος) που έχει χάσει την ικανότητά του:
- σβηστά κι ανήμπορα (ενν. μάτια) (Πανώρ. B´ 178)·
- γ) (προκ. για πράγματα) ανίσχυρος, αδύνατος:
- ανήμπορο καράβι (Eρωφ. Aφ. 58)·
- ανήμπορο κοντάρι (Eρωτόκρ. B´ 2103).
- α) (Προκ. για πρόσωπο) αδύναμος, ασθενικός:
- 2) Φτωχός:
- (Eρωφ. A´ 566).
- 3) Mη πραγματοποιήσιμος, αδύνατος:
- να φυλάξω ανήμπορον είναι την παρθενιά μου (Pοδολ. Δ´ 26)·
- τ’ ανήμπορα εμπορέσα (Eρωτόκρ. Γ´ 1283).
[<στερ. αν‑ + ημπορώ. H λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανήμπορος -η -ο [anímboros] Ε5 : 1.που δεν έχει σωματική δύναμη, ασθενής, αδύναμος ή γέρος: Aδύναμο και ανήμπορο γεροντάκι. Έμεινε ~ στο κρεβάτι. 2. που δεν μπορεί να κάνει κτ.: Δέχτηκε τα χτυπήματα ~ να αντιδράσει. 3. φτωχός.
[μσν. ανήμπορος < αν- (δες α- 1) ημπορ(ώ) -ος < εμπορώ (δες στο μπορώ), [e > i] από επέκτ. της “αύξησης” η-: ημπόρεσα και αναλ. νέος ενεστ. ημπορώ (σύγκρ. ανήξερος)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανήμπορος1 [anímboros] ο,
- indisposed or unwell person, sick individual (syn L ο ασθενής):
- οι διάδρομοι ήταν γεμάτοι αρρώστους, ανήμπορους (Petsalis) |
- άρχισαν να σέρνονται κάρα φορτωμένα με γυναικόπαιδα κι ανήμπορους (MGeorgiou) |
- προχωρεί ψαχουλεύοντας τον τοίχο, όμοια που περπατάνε οι τυφλοί για οι ανήμποροι (LMalenis)
[substantiv. m of ανήμπορος2]
- indisposed or unwell person, sick individual (syn L ο ασθενής):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανήμπορος2, -η, -ο [anímboros]
- ① indisposed, weak, unwell (syn in ανημπόρετος 2):
- ~ άνθρωπος |
- ανήμπορη γυναίκα |
- ανήμπορο παιδάκι, πλάσμα |
- ανήμπορα γόνατα, πόδια |
- η καλή σου κυρία είναι ανήμπορη, να πας να τήνε ιδείς (Nirvanas) |
- άνεργα, ανήμπορα κρεμάστηκαν τα χέρια σαν τις λαβωμένες φτερούγες (Myriv) |
- τσακισμένες κι ανήμπορες ήμασταν τη στιγμή εκείνη κ' οι δυο μας (Theotokas) |
- πήγε να μας φέρει μια φωλιά με μέλι, γιατί ό,τι σε είχα γεννήσει κ' ήμουνα ανήμπορη (Venezis) |
- είμαι κ' εγώ ~ τούτο τον καιρό (Petsalis) |
- η πεθερά της είναι εκεί κοντά στο τζάκι, ανήμπορη και κατάκοιτη (Loukatos) |
- poem στοιβάζονται με κλάματα κι αλάφιασμα και ζάλη | γυναίκες με ανήμπορα παιδιά και γηρατεία (Palam) |
- γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι | μ' ανήμπορα μέλη, κλ (Seferis)
- ② incapable, unable (syn αδύναμος 3, ανίκανος, ανίσχυρος):
- ο τάδε θεωρείται ~ |
- ο άνθρωπος είναι ~ να μεταβάλει την τύχη του |
- είν' ανήμποροι να εκφράσουν κάτι πυκνά και σύντονα και πλαστικά και λιγόλογα (Palam) |
- αρνιέμαι το προχώρεμα σε περιοχές που η ποίηση είναι ανήμπορη να εκφράσει (Tsatsos) |
- ο Π. στάθηκε ~ να εκτιμήσει την ποίηση του Kαβάφη (Dimaras) |
- οι προσωπικότητες μόνες τους χωρίς τα πλήθη είναι ανήμπορες, ανίκανες (Thrylos) |
- μαζωχτήκανε όλοι ανήμποροι να ξηγήσουνε τα όσα βλέπανε και ζούσανε τώρα (Bastias) |
- οι άλλοι γύρω του ήταν ανήμποροι να τον ακούσουν και να τον καταλάβουν (Ploritis) |
- poem κ' έπειτα απ' όλο τον αγώνα, | όπου ανήμποροι ετραβιόνταν όλοι, | πάλι ο καρπός έμενεν άγγιχτος, | χωρίς ραγή (Sikel) |
- αχ, ματώθηκα στο δρόμο, | κ' είμ' ~ εγώ | την ψυχή μου να οδηγώ | στους ανθρώπους, δίχως τρόμο (Golfis)
[fr MG ανήμπορος, cpd of pref αν- & ημπορώ; cf MG ανήξευρος & ModG ανήξερος]
- ① indisposed, weak, unwell (syn in ανημπόρετος 2):