Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανήμερος, επίθ.
-
- 1)
- α) (Προκ. για ζώα) άγριος, ατίθασος:
- ανήμερον θηρίον (Bεντράμ., Γυν. 61)·
- β) (προκ. για ανθρώπους) άγριος, φοβερός, κακός:
- (Φλώρ. 1365)·
- γ) (προκ. για φωνή) άγριος:
- (Kαναν. 267).
- α) (Προκ. για ζώα) άγριος, ατίθασος:
- 2) (Προκ. για ψυχικά χαρακτηριστικά) υπερβολικός:
- ανήμερον κακίαν (Eρμον. K 231).
[αρχ. επίθ. ανήμερος. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανήμερος -η -ο [anímeros] Ε5 : που δεν ημέρεψε, που δεν μπορεί κάποιος να τον ημερέψει, άγριος, σκληρός. ANT ήμερος. ΦΡ γίνομαι θηρίο* ανήμερο.
[αρχ. ἀνήμερος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανήμερος, -η, -ο [anímeros]
- ① untamed, undomesticated, wild (syn άγριος, ant ήμερος):
- ανήμερο βόδι, ζώο, μουλάρι |
- μας δείχνουν τ' ανήμερα θηρία μέσα στα δάση, με πόση μανία κατασπαράζει το ένα το άλλο (Panagiotop) |
- να σκεφθούμε πόσες χιλιάδες χρόνια ο άνθρωπος έζησε σε κατάσταση ζώου, ζώο κι ο ίδιος ανήμερο (id.) |
- ήταν σαν την ανήμερη, πεινασμένη σκύλα, που πας να της πάρεις ένα κομμάτι κρέας μέσ' απ' τα δόντια της (Tachtsis) |
- θα ζωγράφιζα τον Παναγή να παλεύει με τον τίγρη τον ανήμερο (Oikonomidis) |
- poem αφού σκληρά μ' αρνήθηκες για να βρω σωτηρία | εκεί θα ζήσω στα βουνά μ' ανήμερα θηρία (IPetrop Rempetika) |
- στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν τ' ανήμερα άτια και τ' άγρια βόδια (Engonop)
- ② fig cruel (syn L αδυσώπητος, σκληρός):
- θηρίο (or θεριό) ανήμερο (of a cruel and merciless person) |
- μ' εκοίταζε με μάτι ανήμερο (Theotokis) |
- γνώριζαν πόσον ανήμερα κ' εκδικητικά ήσαν τ' αφεντικά στους φταίστες δούλους τους (Karkavitsas) |
- είναι κακοτράχαλοι, ανήμεροι στον πόλεμό τους με μας, που μείναμε στην πίστη μας (Petsalis) |
- αυτός ο βρωμερός υπηρέτης ανήμερων αφεντάδων δεν καταλαβαίνει τίποτα από περήφανες ψυχές (ChZalokostas) |
- τώρα ένοιωσε κάτι να σαλεύει στο κρανίο του και μας κοιτάζει ~ (Theotokas) |
- όσο τον υποχρεώνανε να θάβει ζωντανούς τόσο και πιο ~ γινόταν ο νους του (Lountemis) |
- poem έτσι από τότε αδιάκοπα και πάντα πολεμάει, | και ~ και ανήμπορος και τρισβασανισμένος (Palam) |
- θα σκοτωθείς, κι ας είσαι ~ και μέγας πολεμάρχος (Homer Il 21.589 Kaz-Kakr)
- ⓐ tremendous, huge, dangerous:
- ο ανεμοσίφουνας και το ανήμερο κύμα (Zappas) |
- ~ χειμώνας
[fr MG ανήμερος ← AG, K, cpd of pref ἀν- & AG ≥μερο]
- ① untamed, undomesticated, wild (syn άγριος, ant ήμερος):