Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανήλικος, επίθ.· ανέλικος.
-
- 1) Που δεν έχει φτάσει την ανδρική, τη νόμιμη ηλικία:
- (Eλλην. νόμ. 57723).
- 2) Που δεν έχει πείρα, μη έμπειρος:
- ανήλικον φιλιάς (Eρωτοπ. 538).
[μτγν. επίθ. ανήλικος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που δεν έχει φτάσει την ανδρική, τη νόμιμη ηλικία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανήλικος -η -ο [anílikos] Ε5 : ANT ενήλικος. 1. που δεν ενηλικιώθηκε, που βρίσκεται ακόμα στην παιδική ή στην εφηβική ηλικία: Aνήλικο αγόρι / κορίτσι. Mην έχεις πολλές απαιτήσεις από ένα ανήλικο παιδί. 2. (νομ.) για πρόσωπο που δε συμπλήρωσε το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας του. || (ως ουσ.) ο ανήλικος, το ανήλικο: Ίδρυμα προστασίας ανηλίκων. Έργο ακατάλληλο για ανηλίκους.
[ελνστ. ἀνήλικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανήλικος1 [anílikos] ο,
- minor, child:
- δικαστήριο ανηλίκων |
- εταιρία προστασίας ανηλίκων |
- ιματιοθήκη ανηλίκων |
- έξι ανήλικοι διέρρηξαν ισάριθμα ταξί |
- μερικοί ανήλικοι είχαν διαβάσει πατριωτικά βιβλία κ' έγιναν πατριώτες (Kazantz) |
- καλείται ο κόσμος των ανηλίκων ν' αποκτήσει τον κουμπαρά του (Palaiologos)
[substantiv. m of ανήλικος2]
- minor, child:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανήλικος2, -η, -ο [anílikos]
- minor, under-age, immature (near-syn L άνηβος, ant ενήλικος):
- ~ εγκληματίας |
- ανήλικη κόρη |
- πήραν στο λαιμό τους ανήλικα κορίτσια |
- γιατί να ξεκουράζονται το ίδιο ανήλικα παιδιά και ενήλικοι δασκάλοι; (Papanoutsos) |
- ο γιος του Mουσταφά έκλεψε μιαν ανήλικη χριστιανή και την εκατάφερε ν' αλλαξοπιστήσει (Prevelakis) |
- δεν δίνανε καμιά σημασία στην ανήλική μου παρουσία (Lountemis) |
- το εξώγαμο ανήλικο τέκνο έχει την κατοικία της μητέρας του (Christidis) |
- folks. να μου κοιτάζουν το παιδί, το μαύρο το Δημήτρη, | που 'ναι μικρό κι ανήλικο κι από κλεφτιά δεν ξέρει! (DPetrop) |
- poem και αισθανόντανε αντρειότερα | στην ανήλικη καρδιά (Solom)
[fr MG ανήλικος ← LK (3rd c. AD) ανήλικος, cpd of pref ἀν- & eλικος fr eλιξ; cf ἐνήλικος]
- minor, under-age, immature (near-syn L άνηβος, ant ενήλικος):