Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανήκουστος -η -ο [aníkustos] Ε5 : που δεν έχει ξανακουστεί, πρωτάκουστος· πρωτοφανής, απίστευτος: Aυτό που έγινε είναι ανήκουστο / από τα ανήκουστα. Έγιναν ανήκουστες φρικαλεότητες / αγριότητες. Aνήκουστα όργια.
[λόγ. < αρχ. ἀνήκουστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανήκουστος, -η, -ο [aníkustos] (L)
- ① not heard, inaudible (syn ανάκουστος la, ant ακουστός):
- ~ λόγος |
- ανήκουστη φωνή |
- poem αφουγκραζόμαστε ανήκουστους ήχους, πισωδρομούμε, | μπαίνουμε, αργά το σούρουπο, στο ναό νυχοπατώντας (Ritsos) |
- .. και κείνη την ώρα χτυπάει | το μεγάλο ξύλινο ρολόι μ' έναν ανήκουστο αργυρό ήχο (Kesmeti)
- ⓐ not having defended o.s. (syn αναπολόγητος):
- θα κάνει μήνυση στην Eξαρχία γιατί δικάστηκε ~ (Papatsonis)
- ② unheard-of, unprecedented, unbelievable (syn ανάκουστος 3, πρωτάκουστος):
- ~ ξεριζωμός |
- ανήκουστη αυθάδεια, δυστυχία, εξέλιξη, κατεργαριά, σκληρότητα, τόλμη |
- ανήκουστες αποκαλύψεις, δυσκολίες, θηριωδίες, καταπιέσεις, καταστροφές, περιπέτειες, πράξεις, σφαγές |
- ανήκουστο γεγονός, έγκλημα, κακό, σκάνδαλο |
- ανήκουστα λόγια |
- ένοιωσαν κάτι ανήκουστο και αξέχαστο (Theotokas) |
- η κυβέρνηση νοιώθει τώρα την ανήκουστη ελαφρότητά της να τολμήσει το ξεσκλάβωμα του τόπου χωρίς δυνάμεις (ChZalokostas) |
- πλημμύρισε τον ήσυχο αέρα μια αρμονία ανήκουστη (Nirvanas) |
- σε παλιότερα χρόνια τέτοια παρομοίωση ήταν ανήκουστη (Karouzos) |
- εκφράζει τον αποτροπιασμό του για το ανήκουστο θράσος του Mιχαήλ Άγγελου να παρουσιάσει ολόγυμνα τα κορμιά των αγίων κλ (Kanellop) |
- poem ω χάρη, νίκη της ζωής, ανήκουστη ευτυχία, | στα μαρμαρένια Hλύσια, στα Hλύσια της τέχνης! (Palam) |
- αχ! η ψυχή μου εγδίκηση φωνάζει, | άγρια τη θέλει, ανήκουστη, αιμοβόρα (Markoras) |
- στης δύναμής σου την πηγή κατάβαθα αναπνέω | μ' ανήκουστην ορμή (Sikel)
[fr kath ανήκουστος ← K, AG, cpd of pref ἀν- & ἀκουστός; cf ModG ανάκουστος]
- ① not heard, inaudible (syn ανάκουστος la, ant ακουστός):