Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανήθικος -η -ο [aníθikos] Ε5 : α.(για πρόσ.) που δεν είναι ηθικός, που δεν ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες της ηθικής: ~ άνθρωπος / έμπορος / επιχειρηματίας. || ~ άντρας. Aνήθικη γυναίκα. β. (για πράξη) που δε γίνεται σύμφωνα με τις αρχές της ηθικής: Aνήθικη πράξη. Aνήθικες συναλλαγές. Aνήθικες προτάσεις. || (νομ.): Aνήθικη σύμβαση / ενοχή / αιτία, που αντιβαίνει στην ηθική και γι΄ αυτό θεωρείται άκυρη.
ανήθικα ΕΠIΡΡ. [λόγ. αν- (δες α- 1) ηθικ(ός) -ος μτφρδ. γαλλ. immoral]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανήθικος1 [aníθikos] ο,
- immoral person (ant ο ηθικός):
- οι ανήθικοι ολοένα αναφέρονται στην ηθική (Panagiotop)
[substantiv. m of ανήθικος2]
- immoral person (ant ο ηθικός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανήθικος2, -η, -ο [aníθikos]
- immoral, unethical, wicked (near-syn διεφθαρμένος, ant ηθικός):
- ~ άνθρωπος |
- ανήθικοι σκοποί |
- ανήθικη γυναίκα |
- ανήθικη διαγωγή, πράξη, συμπεριφορά, χειρονομία |
- ανήθικες ενέργειες, επιθυμίες |
- ανήθικο άτομο, κορίτσι, παιδί |
- ανήθικο θεατρικό έργο |
- ανήθικα βιβλία |
- οι πρόστυχες κακογλωσσιές των αρχαίων κωμικών ποιητών ταίριασαν τ' αθάνατ' όνομα της λεσβικής ψάλτρας με την ιδέα παθών ανήθικων και αντιφυσικών (Palam) |
- όλα αυτά είναι προσωρινά, αφύσικα, ανήθικα (Petsalis) |
- γιατί μου απαγορεύεται και χαρακτηρίζεται ανήθικο εκείνο που δεν κάνουν τα ζώα και οι πρωτόγονοι άνθρωποι ή δεν έκαναν οι χτεσινοί όμοιοί μου; (Papanoutsos) |
- θεώρησε μισητά ανήθικη κι αποκρουστική την κάθε λογής διαφήμισή του (Papatsonis) |
- ο Aριστοφάνης σιχαινόταν και χτυπούσε την κακή εφαρμογή των δημοκρατικών θεσμών και την ανήθικη εκμετάλλευσή τους (Stavrou Ar) |
- καταργήσαμε την πορνεία σαν επάγγελμα ανήθικο (Evelpidis) |
- poem θα 'ταν ανήθικο κάθε άλλο που θα τολμούσα να σου ζητήσω (Christianop)
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανήθικος, cpd of pref αν- & ηθικός]
- immoral, unethical, wicked (near-syn διεφθαρμένος, ant ηθικός):