Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανέχεια η [anéxia] Ο27 : η έλλειψη των αναγκαίων, των απαραίτητων πόρων για να μπορεί κανείς να ζήσει· φτώχεια, στέρηση: H ~ ταλαιπωρεί μεγάλο μέρος του πληθυσμού της γης.
[λόγ. επίδρ. στο ανέχεια [anéxa] < αν- (δες α- 1) έχ(ω) -εια κατά το φτώχεια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέχεια [anéCia] η,
- extreme poverty, penury, destitution, want (syn L ένδεια,:
- η ~ ωθεί στα περισσότερα παραστρατήματα |
- η ~ τον έκαμε να κλέψει |
- ο κόσμος νήστεψε την αποκριά από ~ |
- ήταν θεονήστικος από την ~ |
- τη βρήκαν νεκρή από τον καημό και την ~ |
- όσους κράτησε σε αμάθεια ή σε ~ η κοινωνία, αυτοί γίνονται έρμαια των φωτισμένων και των εύπορων και υποχρεώνονται να τους εξυπηρετούν στην πολιτική τους βούληση (Tsatsos) |
- αρετή και φρόνημα δεν μπορούν να εμπνεύσουν όσοι από οικονομικήν ~ αναγκάζονται να κάνουν και στο ένα και στο άλλο αξιοθρήνητες θυσίες (Papanoutsos) |
- η ~ του λαού μας δεν είναι τυχαίο αποτέλεσμα της φτώχειας του τόπου και των πολεμικών δοκιμασιών (Ploritis) |
- η ~ σημάδεψε όλη τη ζωή του Kοραή, χωρίς ποτέ να λυγίσει το χαρακτήρα του (Dimaras) |
- poem τι να λέει η ψυχή μου | για την ανέχειά μου, πλούσια βλέποντας τραπέζια | και γύρω κιγκλιδώματα κι απαγορεύσεις; (Athanasoulis)
[fr kath (neol]
- extreme poverty, penury, destitution, want (syn L ένδεια,: