Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέφικτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανέφικτος -η -ο [anéfiktos] Ε5 : που δεν μπορεί κάποιος να τον επιτύχει, να τον πραγματοποιήσει· ακατόρθωτος. ANT εφικτός: Aνέφικτοι στόχοι. Aνέφικτες επιδιώξεις. H ιδανική κοινωνία είναι για το άμεσο μέλλον ανέφικτη.

[λόγ. < ελνστ. ἀνέφικτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέφικτος, -η, -ο [anéfiktos] (L)
  • unattainable, unachievable, unfeasible (syn ακατόρθωτος, ant L εφικτός):
    • ~ διάλογος |
    • ~ πόθος, σκοπός |
    • ανέφικτες προεκλογικές υποσχέσεις |
    • χωρίς το πνεύμα των πιονέρων η κατάκτηση της αμερικανικής ηπείρου θα ήταν ανέφικτη (Venezis) |
    • προχωρώ προς ένα ιδεατό κι ανέφικτο τέρμα (Karagatsis) |
    • η ευτυχία δεν είναι κάτι το ανέφικτο (Terzakis) |
    • η καθαρή και άμικτη ηδονή είναι κάτι το ανέφικτο (Papanoutsos) |
    • η δίψα κ' η λάβρα κάνουν νοσταλγική κι ανέφικτη την πρασινάδα των μακρινών λόφων (Ouranis) |
    • ο ανίατος γνωρίζει πως η ανάρρωση είναι ανέφικτη (Chourmouzios) |
    • για τον K. κι αυτή η παρηγοριά είναι ανέφικτη (Chatzinis) |
    • μένει πάντα δυνάμει τέλειος ο άνθρωπος, πάντα κυνηγός ανέφικτου ιδανικού (Tatakis) |
    • χωρίς την ικανοποιητική επάνδρωση της κρατικής μηχανής η ανάπτυξη της οικονομίας είναι ανέφικτη (Angelop, adapted) |
    • η τελειότητα αποδεικνύεται ανέφικτη στην εφήμερη ζωή του αισθητού κόσμου (Tsatsos) |
    • η καθαρά αντικειμενική κριτική είναι ανέφικτη (Thrylos) |
    • είναι ανέφικτο να ολοκληρωθεί η επιστήμη χωρίς τη συμβολή της φιλοσοφίας (Despotop) |
    • poem ποιο ανέφικτο σκαλί θυσίας; (Sikel)

[fr kath ανέφικτος ← K, PatrG, cpd of pref ἀν- & AG ἐφικτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες