Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανέφελος, επίθ.,
- βλ. ανώφελος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανέφελος -η -ο [anéfelos] Ε5 : (λόγ.) 1. που δεν έχει σύννεφα, που δεν είναι σκεπασμένος από σύννεφα· καθαρός, ξάστερος. ANT νεφελώδης: ~ ορίζοντας / ουρανός. 2. (μτφ.) που είναι απαλλαγμένος από θλίψεις και βάσανα· γαλήνιος, ήρεμος: Aνέφελη ζωή. Bίος ~ και ανθόσπαρτος, ευχή για νεόνυμφους.
[λόγ. < αρχ. ἀνέφελος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέφελος, -η, -ο [anéfelos] (L)
- ① cloudless, unclouded, clear (syn αίθριος, ασυννέφιαστος, ant συννεφιασμένος):
- ανέφελη μέρα |
- ~ ουρανός clear sky (syn καθαρός ουρανός, L αιθρία, ευδία) |
- τα σπίτια στέλνουν τον καπνό στ' ανέφελα ύψη (Panagiotop) |
- η πόλη ήταν πολύ όμορφη καθώς την έλουζε ο ~ ήλιος του Oκτωβρίου (Karantonis) |
- στο ανέφελο βάθος η Kύπρος ζωγραφίζει την αφροδισιακή οπτασία της (Athanasiadis-N) |
- το σύννεφο κάθε τόσο χάνονταν και άφηνε το δάσος ανέφελο (Chakkas) |
- η περιοχή αυτή είναι ανέφελη και άνομβρη (KPikros) |
- poem επάνωθέ μου ανέφελη γλυκοχαράζει αυγούλα (Valaor) |
- θάλασσας του πρωιού κι ανέφελου ουρανού | λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη (Kavafis)
- ② fig unclouded, calm, serene (syn γαλήνιος, ήρεμος):
- ανέφελη ζωή, φιλία, ευτυχία, ελευθερία, ηδονή |
- τα συναπαντήματά μας ήταν πάντα ανέφελα, θερμά, διαχυτικά (Palam) |
- ζουν την πιο αμέριμνη και ανέφελη περίοδο της ζωής τους (Petsalis, adapted) |
- το πρόσωπό του ήταν ανέφελο, χαμογελαστό (Terzakis) |
- poem βροντή των όργιων στην ανέφελη χαρά (Sikel) |
- χαράζει την ανέφελη, | την ποθεινήν ειρήνη (Xydis)
[fr kath ανέφελος ← K, AG, cpd of privat. ἀ- & νεφέλη]
- ① cloudless, unclouded, clear (syn αίθριος, ασυννέφιαστος, ant συννεφιασμένος):