Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέτοιμο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανέτοιμο [anétimo] το, (L)
  • unpreparedness (syn ανετοιμότητα):
    • την αποτυχία τους κατά τους Bαλκανικούς πολέμους την αποδίδουν στο ~ του στρατού (Palaiologos) |
    • το παιδί λειτουργεί μέσα στα περιορισμένα όρια που επιβάλλει το ~ και ανώριμο της σκέψης του (Tsatsos) |
    • το ~ των συζύγων, ιδίως των ανδρών (Katsigra)

[substantiv. n of AG ἀνέτοιμος]

[Λεξικό Κριαρά]
ανέτοιμος, επίθ.
  • Που δεν είναι έτοιμος, απροετοίμαστος:
    • (Έκθ. χρον. 743).

[μτγν. επίθ. ανέτοιμος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανέτοιμος -η -ο [anétimos] Ε5 : 1.που δεν είναι έτοιμος, απροετοίμαστος: Ο χειμώνας ήρθε ξαφνικά και μας βρήκε ανέτοιμους. 2. που δεν τέλειωσε, δεν ολοκληρώθηκε.

[λόγ. < ελνστ. ἀνέτοιμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέτοιμος, -η, -ο [anétimos] (L)
  • unready, unprepared (syn ανετοίμαστος, ατοίμαστος, ant έτοιμος):
    • η επίθεση δεν βρήκε τις ελληνικές δυνάμεις ανέτοιμες (Terzakis) |
    • είμαστε εντελώς ανέτοιμοι να αντιμετωπίσουμε το μέλλον (Theotokas) |
    • υπάρχει ο έτοιμος, υπάρχει και ο ~ θεατής (Panagiotop) |
    • ο κοσμοπολιτισμός φυτρωμένος σ' έδαφος ανέτοιμο να τους δεχτεί δημιουργεί στενόχωρες τραγελαφικότητες (Karagatsis) |
    • θα χρειαστεί να υπερασπίσουν τον εαυτό τους και είναι ανέτοιμοι για τέτοιο έργο (ChZalokostas) |
    • παρουσιάζουν το νου ανέτοιμο να αποφανθεί (Tatakis) |
    • ~ για τόσο φως ο δάσκαλος θαμπώθηκε (Palaiologos) |
    • ανεύθυνοι, ανέτοιμοι και σε απόσταση από τα πράγματα, κρίνουν τις πράξεις των άλλων (id.) |
    • η X. αισθάνεται πως είναι ανέτοιμη να αναλάβει το ιερό έργο της ανατροφής των παιδιών (Thrylos) |
    • εισερχόμαστε ανέτοιμοι σε ευρείς οικονομικούς και πολιτικούς χώρους (Angelop) |
    • έπρεπε να τους αντιμετωπίσουν ανέτοιμοι, έστω, αλλά σαν άντρες (Melas) |
    • poem κι ανέτοιμους, πού πια καιρός, μας συνεπαίρνει (Kavafis) |
    • τ' άσπρο μήνυμα των γλάρων | με βρήκε ανέτοιμο | για το μεγάλο ταξίδι (DDimitriadis)

[fr AG ἀνέτοιμος; cpd of pref ἀν- & AG ἔτοιμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανετοιμότητα [anetimótita] η, (L)
  • unreadiness, unpreparedness (syn το ανέτοιμο, ant ετοιμότητα):
    • αιτία της αποτυχίας του ήταν η ανετοιμότητά του |
    • η ~ του αντιπάλου τού χάρισε τη νίκη |
    • το χάσμα μεταξύ της λυρικής του φωνής και της ανετοιμότητας του λαού να τη δεχτεί έχει ματαιώσει την πνευματική του επιρροή (Chourmouzios)

[fr kath (neol]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες