Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέστη
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανέστη [anésti] Ρ : (λόγ.) αναστήθηκε, στις εκκλησιαστικές εκφράσεις Xριστός* ~. αληθώς* ~.

[λόγ. < γ' εν. πρόσ. του αρχ. ρ. ἀνίσταμαι (από ελνστ. εκκλ. φρ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέστη [anésti] (L) aor
  • of ανίσταμαι:
    • phr Xριστός ~ Christ is risen w. the response αληθώς ~ truly he is risen

[fr the Christian church service at Easter]

[Λεξικό Γεωργακά]
Ανέστης [anéstis] ο, (& Aνέστος) pers-n
:
  • ο ~ δεν πρόκειται να γίνει καλός άνθρωπος (Petsalis) |
  • ο Aνέστος ήταν ένα κόκκαλο πολύ γερό (Patatzis)

[fr the phr Xριστός ανέστη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες