Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέσπερος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ανέσπερος, επίθ.
  • Που δε δύει, που φωτίζει πάντοτε:
    • ζωήν την αιώνιον και φως το ανέσπερον (Iστ. πατρ. 12316· Eρωτοπ. 127).

[μτγν. επίθ. ανέσπερος. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανέσπερος -η -ο [anésperos] Ε5 : (λόγ., λογοτ.) που δε δύει: Aνέσπερο άστρο. || που δε σβήνει ποτέ: Aνέσπερο φως.

[λόγ. < ελνστ. ἀνέσπερος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέσπερος, -η, -ο [anésperos] (L) lit & poet
  • ① not setting, not dimming, eternal (syn άσβηστος, διαρκής):
    • ανέσπερο αστέρι, σέλας, φέγγος, φως |
    • ~ ήλιος |
    • ανέσπερη αναλαμπή, αχτίδα, λάμψη |
    • μεσάνυχτα του Πόλου με τον ανέσπερο ήλιο (Athanasiadis-N)
  • ⓐ unending, continuous (syn αβράδιαστος):
    • φτωχοί και γυμνοί επρόβαιναν στο φως της ανέσπερης μέρας (Panagiotop) |
    • poem κι ο χάροντας |
    • -Xαίρε, ψιθύρισε, | νύχτα μου ανέσπερη κι ασβόλια (Skipis) |
    • και μέσα απ' τα κελιά των φυλακών σου | ήλιος ας λάμψει ανέσπερης μέρας (Lefteriotis)
  • ② fig long lasting, everlasting, eternal (syn αιώνιος, διαρκής):
    • ανέσπερη δόξα, ζωή, λατρεία, αλήθεια, ευτυχία, φωνή |
    • ανέσπερο πνεύμα |
    • άνθρωπος προικισμένος με ανέσπερα νιάτα (Panagiotop) |
    • ακτινοβολεί το ανέσπερο ηθικό μεγαλείο (Papanoutsos) |
    • η αθανασία φέρνει την αισθητή ζωή σ' επαφή με τον ανέσπερο κόσμο των ιδεών (Andronikos) |
    • poem τα δάκρυα που με πρόδωσαν και οι ταπεινώσεις έχοντας | γίνει πνοές κι ανέσπερα πουλιά (Elytis) |
    • πνευματική ανέσπερη εικόνα | που τη μετάρσια κλίμακα τελειώνει | των αθανάτων (Xydis) |
    • άναυγη, ανέσπερη όλη η ζήση (Vlastos)

[fr kath ανέσπερος ← MG ← LK, PatrG ἀνέσπερος, cpd of pref ἀν- & dσπερος / ἑσπέρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες