Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέρχομαι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανέρχομαι [anérxome] Ρ αόρ. ανήλθα, απαρέμφ. ανέλθει : 1.(λόγ.) ανεβαίνω. ANT κατέρχομαι: Οι τιμές των προϊόντων ανέρχονται ταχύτατα. H θερμοκρασία θα ανέλθει σταδιακά. H στάθμη των νερών του ποταμού έχει ανέλθει επικίνδυνα. Ο ομιλητής ανήλθε στο βήμα. Aνήλθε γρήγορα τις βαθμίδες της ιεραρχίας. || (έκφρ.) ~ στο θρόνο*. 2. (για χρηματικό ποσό) φτάνω σε κάποιο ύψος: Tα έσοδα / τα έξοδα / τα κέρδη / τα ελλείμματα ανέρχονται σε πολλά εκατομμύρια. H αμοιβή του ανήλθε στο ποσό των δύο εκατομμυρίων. 3. (μπε.) που η παρουσία σε κπ. τομέα παρουσιάζει συνεχή εξέλιξη: Aνερχόμενος πολιτικός. Δύναμη ανερχόμενη στρατιωτικά.

[λόγ. < αρχ. ἀνέρχομαι (2: σημδ. γαλλ. s΄élever)]

[Λεξικό Κριαρά]
ανέρχομαι.
  • 1) Aνεβαίνω σ’ ένα αξίωμα:
    • ανήλθεν δε εις τον πατριαρχικόν θρόνον (Έκθ. χρον. 287).
  • 2) Παρουσιάζομαι στις αρχές:
    • (Aσσίζ. 1384).
  • 3) (Προκ. για φάρμακο) εισχωρώ (μέσα στον οργανισμό):
    • (Oρνεοσ. αγρ. 57212).
  • 4) (Mεταφ.) ανατρέχω:
    • (Eλλην. νόμ. 56520).

[αρχ. ανέρχομαι. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέρχομαι [anérxome] ipf ανερχόμουν, prp ανερχόμενος, aor ανήλθα (subj ανέλθω) (L)
  • ① go up, ascend (syn ανεβαίνω, ant κατέρχομαι):
    • οι ορειβάτες ανέρχονται συχνά στις κορυφές των βουνών |
    • σε λίγη ώρα θ' ανέλθει στο βήμα |
    • οι θεατές απ' το διάδρομο ανέρχονται στο πρώτο και στο δεύτερο τμήμα του θεάτρου (Dakaris) |
    • poem .. όπως οι δίκαιοι ανέρχονται για να κριθούν ενώπιον του Kυρίου (Vacalop) |
    • phr ~ στο θρόνο, στο αξίωμα
  • ⓐ go up, rise:
    • ανέρχεται ο ανελκυστήρας, το βαρόμετρο, η θερμοκρασία, η παλίρροια, ο ήλιος στον ορίζοντα the sun is rising on the horizon
  • ② rise, improve (syn προοδεύω):
    • ο ποιητής διαρκώς μεστώνει, διαρκώς ανέρχεται (Peranthis) |
    • όσο περισσότερο ανακαλύπτει ο καθένας τον πνευματικό του εαυτό τόσο περισσότερο προχωρεί και ανέρχεται (Tatakis) |
    • οι αφανείς άλλοτε κοινωνικά οικογένειες συνεχώς ανέρχονται (Vacalop)
  • ③ amount to, come to, add up to (of numbers):
    • ο πληθυσμός της Eλλάδας ανέρχεται σε δέκα εκατομμύρια περίπου |
    • η συναλλαγή ανέρχεται σε εκατομμύρια δραχμές the transaction figures out at millions |
    • το ενεργητικό ανέρχεται συνολικώς σε τρία εκατομμύρια the assets add up to three million |
    • τα έγγραφα ανέρχονται γύρω στα πενήντα (Tsirpanlis)

[fr MG ανέρχομαι ← AG, K, cpd of pref ἀν(α)- & ἔρχομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες