Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανέπαφος -η -ο [anépafos] Ε5 : που δεν τον άγγιξαν καθόλου, δεν τον χρησιμοποίησαν ή δεν του προξένησαν καμιά φθορά ή βλάβη: Άφησε το φαγητό του ανέπαφο. Tα βιβλία επιστράφηκαν ανέπαφα.
[λόγ. < αρχ. ἀνέπαφος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέπαφος, -η, -ο [anépafos] (L)
- ① intact, undamaged (syn άγγιαχτος 1, άγγιχτος 1a, ανέγγιχτος 1a):
- το παλάτι διατηρείται ανέπαφο |
- έμεινε ανέπαφη η κατοικία του |
- οι εκκλησίες και τα μοναστήρια έμειναν ανέπαφα |
- το αρχικό ξύλινο ταβάνι αυτής της βασιλικής σώζεται ακόμα ανέπαφο (Ouranis) |
- οι αρχαιολόγοι βρήκαν ανέπαφες τις εγκαταλειμμένες πόλεις μέσα στη ζούγκλα (Evelpidis) |
- poem μένουν ανέπαφοι απ' τ' άγγιγμα | σαν να τους προσπερνά ένα σύννεφο (Melissanthi) |
- και νοιώθω πάντα σαν ανέτοιμος στην έξοδο | μάταια ζητώντας έναν τόπο ανέπαφο (Geranis)
- ⓐ fig intact, untouched:
- έμεινε ~ από τον λογιωτατισμό της εποχής του (Theotokas) |
- η γοητεία του λατινισμού παρέμενε όσο γινόταν πιο ανέπαφη (Panagiotop) |
- θέλει να διατηρήσει την ουσία της ορθοδοξίας ανέπαφη (Vacalop) |
- ο Φώτιος επιτυγχάνει να διαφυλάξει ανέπαφη την παντοδυναμία του Θεού (Tatakis) |
- η ζωγραφική είναι ανέπαφη από κάθε άλλη σωματική ή πνευματική χαρά και ανάγκη του ανθρώπου (Andronikos) |
- πρέπει να διατηρείται ~ ο χώρος της ελεύθερης δημιουργικότητας (Tsatsos) |
- ο ελληνικός λαός έχει κρατήσει ανέπαφα τα κύρια χαρακτηριστικά στοιχεία της ψυχοσύνθεσής του (Kakridis)
- ② untouched, not dealt w., not discussed:
- ο Kαρλάυλ αφήνει ανέπαφο το πρόβλημα του μέσου ανθρώπου (Kasimatis) [fr kath ανέπαφος ← K, AG, cpd of pref àν- & AG *öπαφος |
- âπαφίημι (cf K öπαφος 'being in good order'
[pap., 1st c. BC])]
- ① intact, undamaged (syn άγγιαχτος 1, άγγιχτος 1a, ανέγγιχτος 1a):