Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέξοδα [anékso∂a] adv
- at little or no expense, without expense, gratis, inexpensively (syn αδάπανα, δωρεάν):
- τόσες δουλειές γίνονται ~ |
- οι νοικοκυρές του λαού κάνουν εκεί τη μπουγάδα τους ~ |
- ταξιδεύει ~ |
- περνάει ~ he lives without charge |
- η χαρά προσφέρεται ~ |
- ο καθένας σχολιάζει ~, ακίνδυνα τις πράξεις των άλλων (Terzakis) |
- ~ καμιά νίκη του πνεύματος δεν γίνεται (Papanoutsos) |
- νομίζομε ότι είναι δικαίωμά μας το Kράτος να μας παρέχει ~ την εκπαίδευση (id.) |
- poem .. δίπλα | πίνουν κρασί όσο θεν ~, και κυβερνάει καθένας | το ασκέρι του κλ (Homer Il 17.250 Kaz-Kakr)
[fr ανέξοδος; cf kath ανεξόδως]
- at little or no expense, without expense, gratis, inexpensively (syn αδάπανα, δωρεάν):