Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανέντιμος -η -ο [anéndimos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από έλλειψη εντιμότητας. ANT έντιμος: Aνέντιμη συμπεριφορά / μέθοδος. Aνέντιμα μέσα. Kαι οι πιο ανέντιμοι πολιτικοί θα καταδίκαζαν μια τέτοια προδοσία.
[λόγ. αν- (δες α- 1) έντιμος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέντιμος1 [anéndimos] ο, (L)
- dishonest man (ant έντιμος, τίμιος):
- ο ~ υπονομεύει το σύνολο (Papanoutsos) |
- οι ανέντιμοι ασχημονούν ατιμωρητί, γιατί οι έντιμοι σ' αυτό τον τόπο δεν είναι γενναίοι (id.) |
- το πεδίο μένει συχνά ελεύθερο για τον ανέντιμο και τον αισχροκερδή (PSolomos)
[substantiv. m of ανέντιμος2]
- dishonest man (ant έντιμος, τίμιος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέντιμος2, -η, -ο [anéndimos] (L)
- dishonest (ant έντιμος, τίμιος):
- ~ άνθρωπος, καθηγητής, πολίτης |
- ~ βιοπορισμός, θρίαμβος |
- ανέντιμη εργασία, κατηγορία, μέθοδος, πράξη, στάση |
- ανέντιμο επάγγελμα, κράτος, μέσο, μέτρο, χτύπημα |
- υπάρχει κάτι το ανέντιμο |
- αυτό που γίνεται είναι ανέντιμο |
- είναι απάνθρωπο και ανέντιμο να προσβλέπονται τα πάντα από την πολιτική και μόνο σκοπιά (Panagiotop) |
- θα θεωρούσα τον εαυτό μου ανέντιμο εργάτη του θεατρικού λόγου, αν δεν πίστευα πέρα για πέρα στη δουλειά μου (Katrakis) |
- τέτοια σχόλια είναι ανώφελα, περιττά και μάλιστα ανέντιμα (Dizikirikis) |
- poem ανέντιμες υποσχέσεις και προδοσίες | μας κάναν να | πιστέψουμε πως κάτι έκλεινε μέσα το | κουτί | που είχε η Πανδώρα! (Engonop)
[fr kath ανέντιμος, cpd of pref αν- & MG έντιμος]
- dishonest (ant έντιμος, τίμιος):