Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανένδοτος -η -ο [anénδotos] Ε5 : α.που δεν ενδίδει, δεν υποχωρεί στις πιέσεις άλλου και δεν αλλάζει γνώμη· ανυποχώρητος: Όσο κι αν τον παρακαλέσαμε αυτός έμενε ~, άκαμπτος, αλύγιστος. Tίποτα πια δεν τον κρατούσε· είχε πάρει την ανένδοτη απόφαση να φύγει. β. που γίνεται με αδιάκοπη επιμονή και χωρίς καμιά υποχώρηση: Aνένδοτη προσπάθεια. ~ αγώνας. || (ως ουσ., πολ.) ο ανένδοτος, ο αγώνας της αντιπολίτευσης στην περίοδο 1961-63.
[λόγ. < ελνστ. ἀνένδοτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανένδοτος, -η, -ο [anén∂otos] (L)
- ① inflexible, inexorable, unyielding, firm (syn L άκαμπτος, αμετάπειστος):
- O Γεννάδιος είναι αμετάπειστος και ~ (Vacalop) |
- αλλά η πεθερά μου, έτοιμη να υποχωρήσει σ' όλα τ' άλλα, σ' αυτό έμεινε ακλόνητη κι ανένδοτη (Xenop) |
- "τίποτα", είπε ο γιος, γυρίζοντας ξανά, απ' το παραμύθι, στην ανένδοτη απόφαση (Venezis) |
- αν δεν είχα πείσει κάποια ψυχή πως ο Tσώρτσιλ είναι ~, ακόμα θα μας φοβερίζατε με τα κανόνια σας (Tsirkas) |
- ήμουνα ανένδοτη. Δεν του ξαναμίλησα ποτέ (Tachtsis)
- ② unrelenting, persistent (syn επίμονος):
- ~ θιασώτης, οπαδός |
- ~ αγώνας |
- ανένδοτη επιμονή, προσπάθεια |
- μέσα από τους πόνους του ανέβαινε λαγαρός ~, ο ύμνος στη χαρά και στην υγεία (Kazantz) |
- αυτό μπορεί να το κάμει μόνο ένας αυστηρός, απαιτητικός, ~ Θεός (Papanoutsos) |
- ο Iουλιανός ήταν ένας ~ επίγονος του ελληνικού πνεύματος (Kanellop) |
- ο ελληνικός λαός υπήρξε πάντοτε ~ εναντίον οιασδήποτε πίεσης ή τυρρανίας (Athanasiadis-N) |
- poem γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, έμεινα μόνη, | ανένδοτη, μόνη και πάναγνη (Ritsos)
[fr PatrG, K, AG ἀνένδοτος, cpd of pref ἀν- & PatrG ἐνδοτός (: ἐνδίδωμι)]
- ① inflexible, inexorable, unyielding, firm (syn L άκαμπτος, αμετάπειστος):