Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανέμη η [anémi] Ο30 : όργανο της υφαντικής, με οριζόντια περιστρεφόμενη στεφάνη, γύρω από την οποία τεντώνουν τουλούπες (κούκλες) νήματος για να το τυλίξουν σε κουβάρι ή μασούρι· ροδάνι. (έκφρ.) κόκκινη κλωστή δεμένη στην ~ τυλιγμένη, δώσ΄ της κλότσο* να γυρίσει, παραμύθι ν΄ αρχινίσει.
[ελνστ. ἀνέμη]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανέμη η.
-
- Aνέμη:
- (Περί ξεν. 29).
[<ουσ. άνεμος + κατάλ. ‑η. H λ. τον 8.-9. αι. (LBG), στο Lampe και σήμ.]
- Aνέμη:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέμη1 [anémi] η, (L)
- spinning wheel, spindle, reel (syn ανεμίδι, ροδάνι):
- αυτή η ~ δουλεύει δεκάξι ώρες το μερονύχτι (Petsalis) |
- folks. κόκκινη κλωστή δεμένη, | στην ~ τυλιγμένη (Loukatos) |
- ανεμοστάτης θα γενώ κι ~ να γυρίζω (Passow) |
- poem και θά 'ρθει ο γιος και κλότσο νέο κι αυτός θα δώσει στην ~ (Kazantz Od 15.1205) |
- η μια στον αργαλειό να κάθεται κι η άλλη να πιάνει την ~ (Skipis)
[fr MG ← PatrG (Apophth. Patr.) ἀνέμη 'windlass']
- spinning wheel, spindle, reel (syn ανεμίδι, ροδάνι):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέμη2 [anémi] η, naut
- type of fishing net (syn ανεμότρατα)
[shorten. fr ανεμότρατα]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανεμήθη, αόρ.,
- βλ. νέμω.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμήσιος, -α, -ο [anemísjos] (D) & poet
- windy:
- poem ένα απρόσεκτο, ανεμήσιο χάδι | μπορούσε να τα σκάζει .. (Dikteos) |
- και φύτρωσε χλωρή πνοή | και φίλημα ανεμήσιο (Dekavalles)
[neol (D), der of AG ἄνεμος w. suff -ήσιος]
- windy: