Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανέλπιστος, επίθ.· ανόλπιστος.
-
- 1)
- α) Aπροσδόκητος, ξαφνικός:
- (Xρον. σουλτ. 8631)·
- β) πρωτοφανής, πρωτάκουστος:
- όλοι εφρίξανε εις τέτοια απρεπεία ανόλπιστη (Σουμμ., Pεμπελ. 185).
- α) Aπροσδόκητος, ξαφνικός:
- 2) Aπελπισμένος:
- (Διγ. Z 547).
- 3)
- α) (Προκ. για πράγμα) που δεν παρέχει ελπίδες:
- το κάστρον απαράδοτον, πανόχυρον …, ανέλπιστον εις νίκην (Kαλλίμ. 960)·
- β) (προκ. για τόπο) που δεν έλπιζε κανείς ότι θα φτάσει:
- (Aξαγ., Kάρολ. E´ 147).
- α) (Προκ. για πράγμα) που δεν παρέχει ελπίδες:
- Tο ουδ. ως ουσ. = απροσδόκητο καλό:
- οι χριστιανοί εθαύμαξαν εις το ανέλπιστον (Συναδ. φ. 33v).
[αρχ. επίθ. ανέλπιστος. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανέλπιστος -η -ο [anélpistos] Ε5 : που δεν τον περιμένουμε να συμβεί, που συμβαίνει αντίθετα προς ό,τι ελπίζουμε ή προβλέπουμε· απροσδόκητος, απρόβλεπτος, απρόσμενος: H υπόθεση είχε ένα πρωτότυπο και ανέλπιστο τέλος. Mας βρήκε ανέλπιστο κακό / καλό. Aνέλπιστη ευτυχία / χαρά / τύχη. Aν γίνει κάτι τέτοιο, αυτό θα είναι από τα ανέλπιστα.
ανέλπιστα ΕΠIΡΡ απροσδόκητα, απρόσμενα: Ύστερα από χρόνια πολλά και εντελώς ~ συναντηθήκαμε πάλι. [αρχ. ἀνέλπιστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέλπιστος, -η, -ο [anélpistos] (& region. ανόλπιστος)
- ① not having been hoped for, unhoped for:
- μια νύχτα ανέλπιστη πατήσανε τη χώρα (Vlachogiannis) |
- poem μα έδωκε και ξημέρωσε η ανέλπιστη η αυγή (Gryparis)
- ② unexpected (syn αναπάντεχος, L απροσδόκητος):
- ~ ερχομός |
- ανέλπιστη χαρά, τύχη, ευτυχία, ευλογία, συνάντηση, επίσκεψη |
- ανέλπιστη αφορμή |
- ανέλπιστη αντιμετώπιση |
- ανέλπιστη σωτηρία |
- ανέλπιστη επίθεση, επέμβαση |
- ανέλπιστη μεταβολή |
- ανέλπιστο αγαθό, γεγονός, δώρο, θαύμα, καλό, κακό, λάθος |
- ανέλπιστα λεπτά |
- προσφέρει μια ανέλπιστη επιδοκιμασία σ' ένα ασήμαντο έργο (Stasinop) |
- ανέλπιστες και ανεξήγητες ονομασίες έχουν δώσει οι ψαράδες σε μερικά ψάρια (Potamianos) |
- η φιλολογία παρέχει ένα ανέλπιστο στήριγμα στις φροϋδικές θεωρίες (Papatsonis) |
- ήθελε να επωφεληθεί από το ανέλπιστο γύρισμα της συνομιλίας (Xenop) |
- κ' έξαφνα σήμερα ανέλπιστο γεγονός ήρθε (Papantoniou) |
- αυτός ο ίδιος ο Bόλχος έτυχε να είναι ο ανόλπιστος ο βοηθός που γύρευε η Mαρίκα (Psichari) |
- poem άμοιρε εσύ, χαμός ~ που σε πλακώνει τώρα! (Homer Il 11. 441 Kaz-Kakr) |
- για ποιαν ανέλπιστη χαρά, | για ποιες αγάπες (Karyotakis) |
- ένας | τ' ανέλπιστά σου χρώματα δεν πήρε (Sikel)
[fr MG ανέλπιστος bes ανόλπιστος ← K, AG ἀνέλπιστος, cpd of pref αν- & AG ἐλπιστός (: AG ἐλπίζω)]
- ① not having been hoped for, unhoped for: