Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέλπιστα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ανέλπιστα, επίρρ.· ανόλπιστα.
  • Aπροσδόκητα, χωρίς να το περιμένει κανείς:
    • τον Διγενήν ανόλπιστα ευθύς είδεν ομπρός της (Διγ. O 2920).

[<επίθ. ανέλπιστος. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέλπιστα [anélpista] adv
  • ① without hope, hopelessly (syn ανέλπιδα 1):
    • ζητούσε ~ πράγμα που δεν έχασε (Karkavitsas) |
    • poem ~ γυρνά της τύχης ο τροχός (Vizyinos)
  • ② unexpectedly (syn αναπάντεχα, L απροσδόκητα):
    • μας ήρθε ~ |
    • έφυγε ~ |
    • ~, έλαβα σήμερα το γράμμα σου (Palam) |
    • ο ερχομός του είχε αναστατώσει τόσο ~ την κοσμική Aθήνα (Nirvanas) |
    • τέλειωσε κι αυτό ~ (Vlachogiannis) |
    • αυτοί τον ξαναβλέπουν ~ (Maronitis) |
    • άφησε μέγα χάσμα φεύγοντας τόσο ~ ο Γ. Θ. (TStavrou) |
    • το πρωινό τραίνο είναι ~ ήσυχο (Venezis) |
    • θα βρισκόταν ~ στο σπίτι του Kίτσου (TAthanasiadis) |
    • κι απ' τα δεσμά σου ~ λυτρώθηκα με μιας (Zotos) |
    • είχαν ξυπνήσει ~ οι νεκρωμένοι δούλοι (Valaor)
  • ⓐ adv phr στ' ~:
    • έτσι, στ' ~, ανέβαινε στην Kηφισιά με μια πολυτελέστατη λιμουζίνα (TAthanasiadis)

[fr MG ανέλπιστα bes ανόλπιστα, pl n of MG, AG ανέλπιστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες