Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέλπιδος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανέλπιδος -η -ο [anélpiδos] Ε5 : α.που δεν έχει ή δε δίνει ελπίδες: Yποτάχτηκε, άβουλος κι ~, στη μοίρα του. β. (σπανιότ.) ανέλπιστος: Aνέλπιδη μας ήρθε η σωτηρία. ανέλπιδα ΕΠIΡΡ.

[αν- (δες α- 1) ελπίδ(α) -ος (πρβ. σπάν. αρχ. ἄνελπις ίδ. σημ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέλπιδος1 [anélpi∂os] ο,
  • hopeless or desperate man:
    • δεν είσαι εσύ ο αρχηγός ο απροσκύνητος, ο ~, της στρατευόμενης γενιάς μου (Kazantz) |
    • poem του σκλάβου ο σκλάβος είμ' εγώ ο ~(Palam) |
    • μητέρα των ανέλπιδων κι όλου του κόσμου σκέπη (id.)

[substantiv. m of ανέλπιδος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέλπιδος2, -η, -ο [anélpi∂os] (D) & lit
  • ① hopeless, desperate (near-syn απελπισμένος):
    • ~ άνθρωπος, ναύτης |
    • ~ έρωτας |
    • ανέλπιδη μεταβολή |
    • ανέλπιδη προσπάθεια, έφοδος |
    • ανέλπιδο πρόσωπο |
    • ανέλπιδο χάος, σκοτάδι |
    • ανέλπιδα ρωτήματα |
    • ο Σκελετόβραχος έριξε ~ τα μάτια στο ξύλο του (Vlami) |
    • o ~ αγωνιστής δεν περιμένει ανταμοιβή (Prevelakis) |
    • ο τάδε εκφράζει την απαισιόδοξη και ανέλπιδη στάση μπροστά στη ζωή (Dimaras) |
    • η ελπίδα στα πεπρωμένα του Έθνους υπαγορεύει μέσα στον ανέλπιδο ζόφο του 97 την προφητεία της (Gryparis) |
    • poem με μια προσπάθεια περιορισμένη, ανέλπιδη (Seferis) |
    • τώρα ένας ~ | σας σφιχτοπλέκει αγώνας (Palam) |
    • θεοσεβούμενοι άνθρωποι, φτωχοί λησμονημένοι, | ανέλπιδοι κι υπομονετικοί (Malakasis) |
    • και λεν γλυκά τραγούδια, ανέλπιδα, | σιγά κι απόκοσμα, όλο πάθος (Lapathiotis)
  • ② unexpected (syn in ανέλπιστος):
    • φουντάραμε με μια σοδειά ανέλπιδη στην κουβέρτα (Zappas) |
    • περπατούσε σκυφτός, με τα μάτια αγριεμένα, σα να 'χε δει φοβερά, ανέλπιδα θεάματα (Kazantz)

[fr MG ανέλπιδος, cpd of pref αν- & ελπίδα (AG ἐλπίς, gen -ίδος) w. suff -ος or fr AG ἄνελπις through pl ἀνέλπιδες after the -o- declension; cf ἀπέλπιδος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες