Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανέλο το.
-
- (Ναυτ.) κρίκος:
- ανέλα της άγκουρας (Kαραβ. 5038).
[<ιταλ. anello. H λ. και σήμ.]
- (Ναυτ.) κρίκος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέλο [anélo] το, naut
- anchor ring (syn L κρίκος):
- στο ~ πιάνει η αλυσίδα |
- στο ~ έδεναν τη γούμενα
[fr MG (16th c.) ανέλο ← It anello 'id.']
- anchor ring (syn L κρίκος):