Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέλκυση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανέλκυση η [anélkisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανελκύω, το τράβηγμα προς τα πάνω: H ~ ενός βυθισμένου πλοίου.

[λόγ. < ελνστ. ἀνέλκυ(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέλκυση [anélcisi] η, gen ανέλκυσης & ανελκύσεως, pl ανελκύσεις (L) naut etc
  • heaving or hauling up, hoisting (ant καθέλκυση):
    • ~ σκαφών, του μότορσιπ, του φορτίου |
    • μηχανική~ του διχτυού |
    • οι εργασίες της ανελκύσεως των βαρελιών του ναυαγίου άρχισαν |
    • ~ του θησαυρού από τη θάλασσα |
    • η ~ του τραυματισμένου δεν ήταν εύκολη δουλειά |
    • τούτες οι ανασκαφές κι ανελκύσεις δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν και να είναι γόνιμες όταν η διάθεση δεν γρηγορεί (Thrylos)
  • ⓐ ~ προσαραγμένου refloating

[fr kath ανέλκυσις ← MG ανέλκυσις 'hauling up' (Schol. Thuc. 7.25)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες