Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάταξη η [anátaksi] Ο33 : (ιατρ.) επαναφορά στη θέση του ενός μέλους ή οργάνου του σώματος: ~ κατάγματος / κήλης / μήτρας.
[λόγ. < ελνστ. ἀνάταξις `διάταξη΄ (-σις > -ση) σημδ. αγγλ. taxis < αρχ. τάξις `τοποθέτηση΄ (προσθήκη του ανα- ίσως για διάκρ. από τη λ. τάξη)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάταξη [anátaksi] η, (L)
- transformation:
- οι εκπαιδευτικοί πρέπει να αρχίσουν την παιδευτική λειτουργία με μια ανάπλαση και ~ολόκληρης της προσωπικότητάς τους (Papanoutsos)
[fr kath ανάταξις ← K ἀνάταξις ← AG, der of ἀνατάσσω; cf ένταξις (: εντάσσω), κατάταξις (: κατατάσσω) etc]
- transformation: