Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάσυρση η [anásirsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασύρω.
[λόγ. ανασύρ(ω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάσυρση [anásirsi] η, (L)
- drawing up, pulling up, hauling up:
- ~ της αγκύρας (L) weighing the anchor |
- ~ του ξίφους unsheathing, drawing the sword
[fr kath ανάσυρσις (Koumanoudis), der of ανασύρω]
- drawing up, pulling up, hauling up: